διάχυσις
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A diffusion, Hp.Vict.2.60, Pl.Cra.419c; extension, Plu.2.771b; spreading, γῆς Gp.5.25.2; διάχυσιν λιμνώδη λαμβάνειν to spread out like a lake, Plu.Mar.37.
2 waste, loss, σπέρματος Thphr. CP4.4.7.
3 softening, ib.4.12.2.
II dissolution, liquefaction, opp. πῆξις, Arist.Mete.382a30.
III relaxation, συστολαὶ καὶ διαχύσεις Epicur.Fr.410, cf. Chrysipp.Stoic.3.119; τὰς ἐπὶ σαρκὶ τῆς ψυχῆς διαχύσεις Epicur. l.c., cf. Aret.SD1.5; cheerfulness, ψυχῆς Sor.1.97; merriment, Plu.Cat.Mi.46, Hierocl.p.54A., Hdn.Fig.p.92 S.; ridicule, Phld.Lib.p.37O.; cheerful expression, Plu.Dem.25.
IV διάχυσις ὀμμάτων = 'melting' look, Id.2.335c.
V = δελφίνιον, Ps.-Dsc. 3.73.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. sg. gen. διαχύσιος Hp.Morb.Sacr.10]
I 1acción de escanciar o verter οἴνων Plu.2.150c
•derramamiento, difusión de la humedad en el cuerpo, Hp.Vict.2.60, Plu.2.688e, del agua de un manantial, op. ἀθροισμόν Thphr.Ign.55, τοῦ ... ποταμοῦ διάχυσιν λιμνώδη λαμβάνοντος Plu.Mar.37, cf. Str.4.6.5, I.BI 3.507, Hsch.
•de los ojos efusión, humedad que implica brillo Plu.Dem.25, 2.335b
•gener. difusión del aire, Plu.2.933c, de una mancha en la piel, LXX Le.13.27.
2 ablandamiento, reblandecimiento τοῦ ἐγκεφάλου Hp.l.c., (σαρκός) διάχυσις flaccidez (de la carne) Plu.2.771b
•descomposición, acción de deshacerse op. πῆξις Arist.Mete.382a30, c. gen. subjet. (τῶν σπερμάτων) Thphr.CP 4.12.2, cf. 4.4.7
•c. gen. obj. desmenuzamiento τῆς γῆς ref. a la acción de desterronar y airear la tierra de cultivo Gp.5.25.2.
II fig.
1 relajación, distensión (τῆς ψυχῆς) op. συστολή Chrysipp.Stoic.3.119, Plu.2.564b, cf. Pl.Cra.419c (pero cf. I 1), διάχυσις ψυχική Clem.Al.Strom.6.12.99
•de donde efusión, alegría, placer producto de la distensión, Posidon.154, Hierocl.Exc.54.5, Plu.Cat.Mi.46, 2.114f, Aristid.Quint.91.7, Arr.Epict.3.24.85, 109, Sext.Sent.281, Porph.ad Il.29.31, Chrys.Virg.73.57, c. gen. subjet. τοῦ λέγοντος Hdn.Fig.p.92, τῆς ψυχῆς Sor.74.23, τοῦ βλέμματος Hld.3.5.5, τοῦ προσώπου Hld.7.14.1
•en sent. neg. μετὰ διαχύσεως complaciéndose, regodeándose (en la censura de los errores ajenos), Phld.Lib.fr.79.9.
2 relajación, disolución moral, δ. δὲ ἀνάλυσις ἀρετῆς Chrysipp.Stoic.3.97, cf. Aret.SD 1.5.3, ψυχῆς Basil.M.31.217C.
III bot. espuela de caballero, Consolida ambigua (L.), P.W. Ball et Heywood, Ps.Dsc.3.73.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d'épancher, de répandre, diffusion;
2 action de se répandre en parl. d'un fleuve ; fig. effusion de joie, épanouissement de l'âme.
Étymologie: διαχέω.
German (Pape)
ἡ, das Zergießen, Verbreiten, τῆς ῥοῆς Plat. Crat. 419c; ποταμοῦ δ. λιμνώδης, in einen Sumpf, Plut. Mar. 37; σπέρματος Theophr. übertragen, Zerstreuung, Erheiterung, Plut. Cat. min. 46 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
διάχῠσις: εως ἡ
1 разлив (τῆς ῥοῆς Plat.): διάχυσιν λιμνώδη λαμβάνειν Plut. разливаться в виде озера;
2 развлечение, веселье (γέλωτα καὶ διάχυσιν παρέχειν τινί Plut.);
3 растворение (πῆξις καὶ διάχυσις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διάχῠσις: -εως, ἡ, (διαχέω) ἔκχυσις, διασκόρπισμα, Πλάτ. Κρατ. 419C· δ. λιμνώδη λαμβάνω, ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι ὡς λίμνη, Πλούτ. Μαρ. 27. 2) ἔκχυσις, ἀπώλεια, σπέρματος Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 4, 7. ΙΙ. διάλυσις, ἀντίθ. πῆξις, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 2. ΙΙΙ. διασκέδασις, εὐθυμία, Πλούτ. Κάτ. Ν. 46.
Greek Monotonic
διάχῠσις: -εως, ἡ (διαχέω),·
I. διάχυση, διάδοση, εξάπλωση, διασπορά, διασκόρπιση, σε Πλάτ.· δ. λαμβάνειν, εκτείνομαι, σε Πλούτ.
II. ευθυμία, διασκέδαση, στον ίδ.
Middle Liddell
διάχῠσις, εως n διαχέω
I. diffusion, Plat.; δ. λαμβάνειν to be spread out, Plut.
II. merriment, Plut.