εὔτακτος
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
εὔτακτον, (τάσσω)
A well-ordered, orderly, πόλις Ar.Av.829; σιωπή Posidon.24J.; βίος Men.Mon.298; εὔτακτος τὸν βίον, εὔτακτος τὴν δίαιταν, Plu.2.749d, D.L.2.25; περὶ τὸν βίον Hp. Medic.1.
2 especially of soldiers, etc., orderly, well-disciplined, Ar.V. 424, Th.2.89, IG7.1.7 (Megara, iv B.C.), etc.; πορεία Th.7.77: Comp., X.An.3.2.30; well-behaved, Epicur.Fr.217; name of a category of ἔφηβοι, IGRom.4.482 (Pergam., i B.C.); κατὰ χρόνους εὐτάκτους = at regular intervals, Sor.1.19.
II Adv. εὐτάκτως = in an orderly manner, Hp.Epid.1.6, Epicur.Fr.127, etc.; in order, A.Pers.399, Ar.Nu.964; regularly, of payments, PTeb.5.55 (ii B.C.), BGU1147.12 (i B.C.): Comp. εὐτακτότερον D.45.77; εὐτακτοτέρως X.Eq.Mag.2.7.
German (Pape)
[Seite 1101] wohl geordnet, dem ἄτακτος entgegengesetzt, bes. vom Heere, κέρας Aesch. Pers. 391; Ar. Vesp. 424; εὔτακτοι παρὰ ταῖς ναυσὶ μένοντες, in guter Ordnung, Thuc. 2, 89; πόλις Ar. Av. 829; die Ordnung beobachtend, ordentlich, gehorsam. εὐτακτοτέρους καὶ εὐπειθεστέρους ποιεῖ Xen. Mem. 3, 5, 5; πορεία Thuc. 7, 77; πράξεις Hdn. 6, 1, 8; geziemend, σιωπή Posid. Ath. IV, 153 c; γυνὴ εὔτ. τὸν βίον, sittsam, Plut. amat. 2. – Adv. εὐτάκτως, βαδίζειν ἐν ταῖς ὁδοῖς εὐτ. Ar. Nubb. 964; ἕπεσθαιΧ. Xen. Cyr. 3, 3, 57; gehorsam, ποιεῖν τὸ παραγγελλόμενον An. 6, 6, 35; πείθεσθαι Mem. 3, 5, 18; ἐσθίειν Ael. N. A. 3, 39.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bien rangé, en bon ordre;
2 fig. rangé, régulier, discipliné : εὔτακτος τὸν βίον PLUT d'une vie régulière;
Cp. εὐτακτότερος.
Étymologie: εὖ, τάσσω.
Russian (Dvoretsky)
εὔτακτος:
1 благоустроенный, в котором царит полный порядок (πόλις Arph.);
2 упорядоченный, уравновешенный, правильный (τῶν ἀστέρων κίνησις Arst.; βίος Men., Plut.);
3 совершаемый в строгом порядке (πορεία Thuc.);
4 расположенный в строгом порядке: εὔτακτοι παρὰ ταῖς ναυσὶ μένοντες Thuc. выстроившись у кораблей;
5 дисциплинированный (οἱ ἀρχόμενοι Xen.);
6 скромный, воздержный (εὔ. τὸν βίον γυνή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔτακτος: -ον, (τάσσω) ὁ ἐν καλῇ τάξει, τακτικός, πόλις Ἀριστοφ. Ὄρν. 829 σιωπή Ποσειδώνιος παρ᾿ Ἀθην. 153C· βίος Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 298· εὔτ. τὸν βίον, τήν δίαιταν Πλούτ. 749D, Διογ. Λ. 2. 25. 2) ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, τακτικός, πειθαρχῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 424, Θουκ. 2. 89, κτλ.· πορεία ὁ αὐτ. 7. 77. - Συγκρ., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 30. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 944· ἐν τάξει, Αἰσχύλ. Πέρσ. 399, Ἀριστοφ. Νεφ. 964. - Συγκρ. -ότερον, Δημ. 1125. 1· ἀλλ.· -τέρως Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔτακτος, -ον)
1. τοποθετημένος με τάξη, τακτοποιημένος
2. αυτός που δεν παραβαίνει την τάξη, ο πειθαρχικός
μσν.-αρχ.
1. ο ταιριαστός
2. αυτός που τηρεί στη ζωή την πρέπουσα τάξη, το μέτρο
3. πειθαρχικός, τακτικός
αρχ.
(για στρατό) αυτός που βρίσκεται σε τάξη μάχης, ο παρατεταγμένος.
επίρρ...
ευτάκτως και εύτακτα (ΑΜ εὐτάκτως)
με τρόπο εύτακτο, σε τάξη
νεοελλ.-μσν.
με σεμνότητα, με σεβασμό
αρχ.
1. (για στρατό) σε τάξη
2. (για πληρωμές) κανονικά
3. πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τακτός (< τάσσω)].
Greek Monotonic
εὔτακτος: -ον, τακτικός, μεθοδικός, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για στρατιώτες, τακτικός, πειθαρχημένος, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.
II. επίρρ. -τως, σε τάξη, τακτικά, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· συγκρ. -ότερον, σε Δημ.· -τέρως, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὔ-τακτος, ον
I. well-ordered, orderly, Ar.
2. of soldiers, orderly, well-disciplined, Ar., Thuc., etc.
II. adv. -τως, in order, Aesch., Ar.: comp. -ότερον Dem., -τέρως Xen.
Lexicon Thucydideum
bene ordinatus, compositus, well regulated, orderly, 2.89.9, 7.77.5.
Translations
orderly
Armenian: կոկիկ; Bulgarian: акуратен, подреден; Cebuano: hapsay; Danish: ordentlig, velordnet; Dutch: ordelijk; Finnish: järjestynyt; French: ordonné; German: ordentlich; Greek: τακτικός, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος, μεθοδικός; Ancient Greek: ἀσύμφυρτος, ἐμμελής, ἔντακτος, εὔκοσμος, εὔρυθμος, εὐσταλής, εὔτακτος, κόσμιος; Hungarian: rendes, rendszerető; Icelandic: skipulegur, reglulegur; Italian: ordinato; Japanese: 整然; Kurdish Central Kurdish: ڕێکوپێکی; Macedonian: уреден; Russian: опрятный, аккуратный; Spanish: ordenado; Swedish: ordentlig; Thai: มีระเบียบ, เป็นระเบียบ