ηγεμόνας

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) ηγούμαι
1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής
2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης, βασιλιάς, αυτοκράτορας, άρχων ηγεμονίας, πρίγκιπαςηγεμόνας της Μολδοβλαχίας»)
αρχ.
1. οδηγός, αυτός που προπορεύεται, που δείχνει τον δρόμο
2. αρχηγός του στρατού ή του στόλου, αρχιστράτηγος
3. αυτός που προεξάρχει, που προΐσταται (α. «ἡγεμών τοῦ χοροῦ» — ο κορυφαίος του χορού
β. «ἡγεμὼν τοῦ δικαστηρίου» — ο πρόεδρος του δικαστηρίου στην αρχαία Αθήνα)
4. αυτός που πρωτεύει, που υπερτερεί, που υπερέχει («πασῶν ἀρετῶν ἡγεμών ἐστιν εὐσέβεια» — από όλες τις αρετές ύψιστη είναι η ευσέβεια)
5. (στους Ρωμαίους) α) Ήγεμών (Princeps)
προσωνυμία τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων
β) έπαρχος, διοικητής ρωμαϊκής επαρχίας
6. ως επίθ. α) αυτός που ηγείται, ο πρώτοςἡγεμών άνήρ», Πλάτ.)
β) (για ναυαρχίδα κ.λπ.) οδηγός, αυτή που προηγείται και φέρει τη σημαία, η πρώτη (α. «ἡγεμών ναῦς», Αισχύλ.
β) «ἡγεμόνες πόδες» — τα πόδια που μας οδηγούν, Αριστοτ.
γ) «ἡγεμόσιν ἕπεσθαι μέρεσι» — ακολουθούν ως οδηγούς τα μέρη της ψυχής, Πλάτ.)
7. αρχιτ. οἱ ἡγεμόνες (δωρ. ἁγεμόνες)
οι κέραμοι της στέγης που βρίσκονται ορθοί επάνω στο γείσο, αλλ. ανθοκέραμοι ή ανθεμωτοί
8. (για θαλάσσιο ταξίδι) πλοηγός, πιλότος, οδηγός
9. ηνίοχος
10. είδος ψαριού, αλλ. ήγητήρ
11. φρ. «ἡγεμόνες νεότητος» — οι νέοι που πρωτεύουν
12. η βασίλισσα τών μελισσών και τών σφηκών οι οποίες θεωρούνται από τον Αριστοτέλη αρσενικού γένους
13. επιγρ. ένας από τους εκπαιδευτές στα γυμναστήρια
14. (στην προσωδία) πυρρίχιος, μετρικός πους ή λέξη που αποτελείται από δύο βραχείες συλλαβές.