καταπλύνω

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλύνω Medium diacritics: καταπλύνω Low diacritics: καταπλύνω Capitals: ΚΑΤΑΠΛΥΝΩ
Transliteration A: kataplýnō Transliteration B: kataplynō Transliteration C: kataplyno Beta Code: kataplu/nw

English (LSJ)

[ῡ],
A drench, ὕδατι τὴν κεφαλήν X.Eq.5.6.
II wash out, remove by washing, [ἁλμυρόν τι] Arist.Mete.357b5:—Pass., καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης Thphr. CP 3.24.3: metaph., καταπέπλῠται τὸ πρᾶγμα the affair is washed out, has become worthless, Aeschin.3.178, cf. Poll.7.38.

German (Pape)

[Seite 1371] (s. πλύνω), eigtl. von oben herabspülen, abwaschen; ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen. de re equ. 5, 6; καταπλυθείς Theophr.; Sp. – Übertr., τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται, die Sache ist ausgewaschen, ist vergessen, abgethan, Aesch. 3, 178, was Poll. 7, 48 erkl.: οὐδενὸς ἄξιόν τι ἀποπεφάνθαι.

French (Bailly abrégé)

1 laver en versant sur;
2 enlever en lavant, nettoyer.
Étymologie: κατά, πλύνω.

Russian (Dvoretsky)

καταπλύνω: (ῡ)
1 ополаскивать, омывать (ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen.);
2 споласкивать, смывать (τὸ ὑγρόν Arst.);
3 перен. смывать, стирать, изглаживать из памяти (νῦν δ᾽ ἤδη καταπέπλῠται τὸ πρᾶγμα Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπλύνω: ῡ, πλύνω ἐπιχέων ἐπί τινος ὑποκειμένου, καταβρέχω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 546· ὕδατι τὴν κεφαλὴν Ξεν, Ἱππ. 5. 6· τὴν κεφαλὴν καταπλύνειν μᾶλλον δεῖ ἢ καθαίρειν Πολυδ. Α΄, 200· ὀχετὸν ἐκκαθαίρειν κορήθρῳ καὶ καταπλύνειν ὕδατι πολλῷ Ἀρτεμίδ. 5. 79. ΙΙ. πλύνων ἀποβάλλω, ἀποπλύνω, «ξεπλύνω», τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13.― Παθ., καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 24, 3· μεταφορ., τὸ πρᾶγμα καταπέπλῠται, ἡ ὑπόθεσις «ἐξεπλύθη», δηλ. ἐλησμονήθη καὶ ἠφανίσθη, ἢ οὐδενὸς ἄξιον κατέστη (ἐπειδὴ ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ ἀντιτίθεται τῷ τίμιον ἦν) (ἐκ μεταφορᾶς, τῶν χρωμάτων τῶν πλυνομένων ὑφασμάτων, ἅτινα διὰ τῆς πολλῆς πλύσεως ἐξαφανίζονται), Αἰσχίν. 79. 19, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 38.

Greek Monolingual

καταπλύνω (Α)
1. πλένω κάτι με νερό, καταβρέχω
2. αποβάλλω κάτι με το πλύσιμο, αποπλύνω, ξεπλένω
3. μτφ. (για γεγονότα) λησμονιέμαι, ξεθωριάζω («τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται» — η υπόθεση λησμονήθηκε και εξαφανίστηκε, Αισχίν.).

Greek Monotonic

καταπλύνω: [ῡ],
I. πλένω χύνοντας, καταβρέχω, ξεπλένω, σε Ξεν.
II. ξεπλένω· — Παθ., μεταφ., τὸ πρᾶγμα καταπέπλῠται, το ζήτημα έχει ξεπλυθεί, δηλ. έχει λησμονηθεί, σε Αισχίν.

Middle Liddell

I. to wash by pouring over, to drench, Xen.
II. to wash out:—Pass., metaph., τὸ πρᾶγμα καταπέπλῠται the affair is washed out, i. e. forgotten, Aeschin.