κατοικίδιος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικίδιος Medium diacritics: κατοικίδιος Low diacritics: κατοικίδιος Capitals: ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΟΣ
Transliteration A: katoikídios Transliteration B: katoikidios Transliteration C: katoikidios Beta Code: katoiki/dios

English (LSJ)

κατοικίδιον, (α, ον only Gp.1.3.8) living in a house or living about a house, domestic, μῦς Theopomp.Hist.258(a); (σκύλαξ) Nic.Dam.56 J.; ὄρνεις Gp.l.c., 2.35.5; ὄρνις Longus 3.6; οἱ κατοικίδιοι = stay-at-home historians, Luc.Hist.Conscr.37; κ.βίος Ph.2.378, D.S. 3.53; κ. κατατάσιες domestic means or methods of extension, Hp. Art.78; τὰ κατοικίδια τῶν ἔργων household duties, Hierocl.p.62 A.; κατοικίδιοι (sc. θεοί), οἱ, = Lat. Penates, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1402] zum Hause gehörig, häuslich; ὄρνις, Haushahn, Long. 3, 6 u. a. Sp.; so auch μῦς, περιστερά u. ä.; – κατοικίδιον βίον ἔχειν, eingezogenes Leben, D. Sic. 3, 53; οἱ κατοικίδιοι, Stubenhocker, Luc. hist. conscrib. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit à la maison, sédentaire, casanier.
Étymologie: κατά, οἶκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικίδιος -ον [κατοικία] huiselijk, huis-; overdr. subst. kamergeleerde.

Russian (Dvoretsky)

κατοικίδιος: (ῐδ)
1 домашний (μῦς Plut.);
2 разводимый человеком, культурный (φυτά Arst.);
3 ограниченный домашним кругом, замкнутый (βίος Diod.).
IIдомосед, нелюдим Luc.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ κατοικίδιος, -ον, Α ποιητ. θηλ. κατοικάς, Μ θηλ. και -α)
(για ζώα) αυτός που διαμένει στο σπίτι, αυτός που ζει κοντά στον άνθρωπο (α. «η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο» β. «κατοικίδιαι ὄρνεις», Γεωπ.)
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται στο σπίτι
2. αυτός που γίνεται στο σπίτι («κατοικίδιοι κατατάσιες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατ' οἶκον].

Greek Monotonic

κατοικίδιος: -ον, αυτός που ζει μέσα ή κοντά στο σπίτι, οικιακός, οἱ κατοικίδιοι, τα ήμερα πτηνά, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικίδιος: -ον, ζῶν ἐντὸς ἢ πέριξ οἰκίας, οἰκιακός, μῦς, ὄρνις Καλλ. Ἀποσπ. 75, κτλ., πρβλ. κατοικάς· κ. φυτά, ἀντίθ. τῷ κηπαῖα, ἄγρια, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 13· οἱ κατοικίδιοι, πτηνὰ ἥμερα, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 37· κ. βίον ἔχειν Δίοδ. 3. 53· κ. κατάστασις, δυναμένη νὰ θεραπευθῇ κατ’ οἶκον ἄνευ ἰατροῦ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.

Middle Liddell

κατ-οικίδιος, ον
living in or about a house, domestic, οἱ κατοικίδιοι home birds, Luc.