κερασβόλος

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερασβόλος Medium diacritics: κερασβόλος Low diacritics: κερασβόλος Capitals: ΚΕΡΑΣΒΟΛΟΣ
Transliteration A: kerasbólos Transliteration B: kerasbolos Transliteration C: kerasvolos Beta Code: kerasbo/los

English (LSJ)

κερασβόλον,
A struck by a horn: σπέρμα κ. seed that does not soften in boiling, Thphr. CP 4.12.13, cf. Plu.2.700c.
II metaph., stubborn, inflexible person, Pl.Lg.853d, cf. Plu.l.c.

German (Pape)

[Seite 1421] auf das Horn werfend, σπέρμα, ὄσπρια, Theophr., von Hülsenfrüchten, die beim Kochen nicht weich werden, wie man meinte, weil sie beim Säen den Ochsen auf die Hörner gefallen waren; vgl. Plut. Symp. 7, 2. – Übertr., ein harter, unbiegsamer Mensch, Plat. Legg. IX, 853 d u. Clem. Al., worüber Plut. a. a. O. zu vgl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dur à cuire.
Étymologie: κέρας, βάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερασβόλος -ον [κέρας, βάλλω] ‘geraakt door een hoorn’ hard (van graankorrels die niet zacht worden bij het koken); ook overdr.: τις... τῶν πολιτῶν... οἷον κερασβόλος een burger waar je je tanden op stukbijt Plat. Lg. 853d.

Russian (Dvoretsky)

κερασβόλος:
1 не размягчающийся при варке, не разваривающийся (σπέρματα Plut. - по поверью, семена, упавшие при посеве на рога волов);
2 несговорчивый, неподатливый, упорный (πολίτης Plat., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κερασβόλος: -ον, κτυπηθεὶς ὑπὸ κέρατος, σπέρμα κ., κακόβραστον ὄσπριον, (quod cornu tetigerit, non est coctibile, Πλίν.), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 13, πρβλ. Πλούτ. 2. 700C. ΙΙ. μεταφορ., ἄνθρωπος σκληρὸς τὴν γνώμην, ἰσχυρογνώμων, ἄκαμπτος, Πλάτ. Νόν. 853D.

Greek Monolingual

κερασβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπήθηκε από κέρατο
2. μτφ. (για πρόσ.) άκαμπτος, επίμονος, ισχυρογνώμων («μή τις ἐγγίγνηται τῶν πολιτῶν ἡμῖν οἷον κερασβόλος, ὅς ἀτεράμων εἰς τοσοῦτον φύσει γίγνοιτ' ἂν ὥστε μὴ τήκεσθαι», Πλάτ.)
3. φρ. «κερασβόλον σπέρμα»
α) σπόρος που δεν μαλακώνει με το βράσιμο
β) (για το ανθρώπινο σπέρμα) σπέρμα μη παραγωγικό, άγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιοβόλος, φλογοβόλος.