μυρίανδρος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
μυρίανδρον, containing 10,000 men or inhabitants, πόλεις Isoc.12.257, cf. Pl.Ep.337c, Arist.Pol.1267b31, D.S.11.49, al.; πλῆθος Ph.1.81; θέατρον Luc.Nigr.18.
German (Pape)
[Seite 219] mit zehntausend Männern, so viel Menschen fassend; πόλις, Plat. Ep. VII, 337 c; Arist. pol. 2, 8; θέατρον, Luc. Nigr. 18; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui contient ou peut contenir 10 000 hommes.
Étymologie: μυρίοι, ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
μῡρίανδρος: вмещающий десять тысяч человек (πόλις Plat.; θέατρον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡρίανδρος: -ον, περιέχων 10,000 ἄνδρας ἢ κατοίκους, μυριάνδρῳ πόλει Πλάτ. Ἐπιστ. 337Ε· πόλιν τῷ πλήθει μυρίανδρον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 2· θέατρον Λουκ. Νιγρ. 18, κτλ. 2) ὁ ἔχων πλῆθος μέγα κατοίκων, πολυάνθρωπος, Ἱσοκρ. 286Ε.
Greek Monolingual
μυρίανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που περιλαμβάνει δέκα χιλιάδες άνδρες ή κατοίκους
2. (για πόλη) αυτός που έχει μεγάλο πλήθος κατοίκων, ο πολυπληθής, ο πολυάνθρωπος («κατεσκεύαζε δὲ τὴν πόλιν τῷ πλήθει μὲν μυρίανδρον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -ανδρος (< ἀνήρ, ανδρός), πρβλ. χιλίανδρος].
Greek Monotonic
μῡρίανδρος: -ον (ἀνήρ), λέγεται για πόλη, αυτή που χωράει 10.000 κατοίκους, σε Αριστ.
Middle Liddell
μῡρί-ανδρος, ον ἀνήρ
containing 10, 000 inhabitants, Arist.