μώμημα

From LSJ

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μώμημα Medium diacritics: μώμημα Low diacritics: μώμημα Capitals: ΜΩΜΗΜΑ
Transliteration A: mṓmēma Transliteration B: mōmēma Transliteration C: momima Beta Code: mw/mhma

English (LSJ)

-ατος, τό, blame, v.l. for μώκημα, LXX Si.31(34).18.

German (Pape)

[Seite 225] τό, das Getadelte, der Gegenstand des Tadels od. Spottes, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μώμημα: τό, ψόγος, ἐμπαιγμός, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΑ΄, 18).

Greek Monolingual

μώμημα, τὸ (Α) μωμώμαι
περίγελος, εμπαιγμός, σκώμμα, ψόγος.

Translations

censure

Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur