παιχνίδι
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
Greek Monolingual
και παιγνίδι, το (ΑΜ παιγνίδιον, Μ και παιγνίδιν)
νεοελλ.
1. απασχόληση ομαδική ή ατομική, οργανωμένη ή αυθόρμητη, στην οποία συμμετέχει το σώμα ή το μυαλό ή και τα δύο και αποβλέπει στη διασκέδαση ή στην ψυχαγωγία ή και στην άσκηση του σώματος, ιδίως τών παιδιών
2. η χαρτοπαιξία με χρήματα ή η ενασχόληση με το χρηματιστήριο
3. επινόηση ή τέχνασμα για διακωμώδηση ή εξαπάτηση κάποιου («του έπαιξαν άσχημο παιχνίδι για να του πάρουν τα λεφτά»)
4. (ιδίως στον πληθ.) τα παιχνίδια
μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται σε λαϊκές διασκεδάσεις («για χαμηλώστε φλάμπουρα, πάψετε σεις, παιχνίδια», δημ. τραγούδι)
5. διεξαγωγή ομαδικού αθλήματος, συνάντηση αθλητικών ομίλων, κυρίως ποδοσφαιρικών
6. μτφ. α) ασχολία πολύ εύκολη που δεν προκαλεί κόπο («αυτή η δουλειά είναι παιχνίδι για σένα»)
β) (για πρόσ.) έρμαιο, άθυρμα («έχει γίνει το παιχνίδι της γυναίκας του»)
7. φρ. α) «τυχερά παιχνίδια» — παιχνίδια τα οποία εξαρτώνται κυρίως από την τύχη
β) «τεχνικά παιχνίδια» — παιχνίδια που εξαρτώνται από την ικανότητα του παίκτη
γ) «μικτά παιχνίδια» — κερδοσκοπικά παιχνίδια στα οποία μεγάλη σημασία έχει η τύχη αλλά και η ικανότητα του παίκτη
νεοελλ.-μσν.
1. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας τών παιδιών
2. ερωτοτροπία («ούτ' έρωτος παιχνίδια τον νουν συγχύζουν», Κάλβ.)
μσν.
αστειολογία
μσν.-αρχ.
κωμική παράσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. παιγνίδιον < παίγνιον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον. Ο νεοελλ. τ. παιχνίδι κατ' επίδραση του παίχτης].