παυσωλή
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ἡ, rest, Il.2.386.
German (Pape)
[Seite 538] ἡ, wie παῦλα, Rast, Ruhe, Il. 2, 386.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
fin, cessation.
Étymologie: παύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παυσωλή -ῆς, ἡ [παύω] onderbreking.
Russian (Dvoretsky)
παυσωλή: ἡ прекращение, остановка, перерыв Hom.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἡ, Α
η ανάπαυση, η παύση («οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται οὐδ' ἡβαιόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. παυσ- του παύω (πρβλ. τον αόρ. ἔ-παυσ-α και τα σύνθ. με παυσι-) με την κατάλ. -ωλή (η οποία πιθ. συνδέεται με χεττιτ. -el, λατ. -ēla), πρβλ. τερπωλή, φειδωλή].
Greek Monotonic
παυσωλή: ἡ, όπως το παῦλα, ανάπαυση, ξεκούραση, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
παυσωλή: ἡ, ὡς τὸ παῦλα, ἀνάπαυσις, παῦσις, Ἰλ. Β. 386. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παυσωλή· ἀνάπαυσις. τελευτή. Κατάληξις».