στόκος

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

ο, Ν
1. τεχνολ. α) συνδετικό υλικό το οποίο παρασκευάζεται από τιτανόσκονη και βρασμένο λινέλαιο και το οποίο μαλάσσεται σε συνεκτική και εύπλαστη μάζα και χρησιμοποιείται για τη στερέωση υαλοπινάκων στα φατνώματα θυρών και παραθύρων, για επικάλυψη ρωγμών σε ξυλοκατασκευές και για την πλήρωση οπών από καρφιά
β) ονομασία για παρασκευάσματα που είναι παρόμοια με το παραπάνω, όπως είναι ο σιδηρόστοκος και ο στόκος μινίου
γ) ονομασία για μερικά εύπλαστα πλαστικά
2. (οικοδ.) γυψομάρμαρο ή γυψοκονία, πολτώδης μάζα από γύψο και άλλα υλικά που χρησιμοποιείται για να φράζονται ή να γεμίζουν οπές, κενά ή ανωμαλίες τοίχων
3. λεπτή και επιμήκης λεπίδα που κρύβεται μέσα σε ράβδο η οποία χρησιμεύει ως θήκη
4. παλαιότερο είδος πολεμικού ξίφους με οξύτατη αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stocco].