συνδυαστικός
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
συνδυαστική, συνδυαστικόν, disposed to live in pairs, ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν Arist.EN1162a17, cf. Hierocl. p.52 A.
German (Pape)
[Seite 1009] ή, όν, zur Verbindung zweier Personen oder Sachen gehörig; ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν, Arist. eth. 8, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
apte à s'unir deux à deux.
Étymologie: συνδυάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδυαστικός -ή -όν [συνδυάζω] geneigd om in paren of koppels te leven, in paren of koppels levend.
Russian (Dvoretsky)
συνδυαστικός: склонный к жизни парой, т. е. к браку Arst.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συνδυαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνδυάζω
ο ικανός ή ο κατάλληλος στο συνταίριασμα ή στη συσχέτιση
νεοελλ.
φρ. α) «συνδυαστική ανάλυση»
μαθημ. κλάδος τών μαθηματικών στον οποίο μελετώνται οι συνδυασμοί, οι μεταθέσεις και οι διατάξεις στοιχείων που αποτελούν πεπερασμένα σύνολα
β) «συνδυαστική αρχή»
φυσ. η σχέση ανάμεσα στις γραμμές ενός φάσματος και σε μια σειρά όρων, κατάλληλα επιλεγμένων, έτσι ώστε οι συχνότητες τών φασματικών γραμμών να εκφράζονται ως διαφορές αυτών τών όρων
γ) «συνδυαστική ικανότητα»
(ψυχολ.) η ικανότητα της νόησης να ανευρίσκει τις σχέσεις ανάμεσα στα αντικείμενα, τα φαινόμενα και τις έννοιες και, με νέους συνδυασμούς παραστάσεων και άλλων στοιχείων του ψυχικού βίου, να δημιουργεί νέα κατασκευάσματα ή, με τον συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων νέων παραστάσεων, να συγκροτεί μια νέα παράσταση
αρχ.
επιτήδειος ή επιρρεπής προς τη συζυγική ή κατά ζεύγη ζωή.
επίρρ...
συνδυαστικώς και συνδυαστικά Ν
με συνδυαστικό τρόπο.
Greek Monotonic
συνδυαστικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την τάση να ζει κατά ζεύγη, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδυαστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς πρὸς συνδυασμόν, πρὸς συζυγικὴν ἢ κατὰ ζεύγη ζωήν, ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικὸν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 7, πρβλ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. σ. 414. 41.
Middle Liddell
συνδυαστικός, ή, όν
disposed to live in pairs, Arist.