συνθετέον

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθετέον Medium diacritics: συνθετέον Low diacritics: συνθετέον Capitals: ΣΥΝΘΕΤΕΟΝ
Transliteration A: synthetéon Transliteration B: syntheteon Transliteration C: syntheteon Beta Code: sunqete/on

English (LSJ)

one must compound, Pl.Cra.434b, Arist.Pol.1294a35.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θετέον [συντίθημι] adj. verb. van συντίθημι er moet samengesteld worden.

Russian (Dvoretsky)

συνθετέον: adj. verb. к συντίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

συνθετέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ συντίθημι, δεῖ συντιθέναι, ἔστι δὲ ἐξ ὧν συνθετέον στοιχεῖα; Πλάτ. Κρατύλ. 434Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 9, 1, Γεωπον. 14. 7. 11.

Greek Monotonic

συνθετέον: ρημ. επίθ. του συντίθημι, αυτό που πρέπει κάποιος να συνθέσει, να συντάξει, σε Πλάτ.