τροπός

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπός Medium diacritics: τροπός Low diacritics: τροπός Capitals: ΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: tropós Transliteration B: tropos Transliteration C: tropos Beta Code: tropo/s

English (LSJ)

ὁ, twisted leather thong, with which the oar was fastened to the thole, τροποῖς ἐν δερματίνοισι Od.4.782, 8.53; τροπὸν αὐτόν, ἐπαρτέα δεσμὸν ἐρετμοῦ Opp.H.5.359; cf. τροπόω (B), τροπωτήρ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
courroie pour attacher la rame au bord du navire.
Étymologie: τρέπω.

English (Autenrieth)

pl., thongs or straps, by means of which oars were loosely attached to the thole-pins (κληῖδες), Od. 4.782 and Od. 8.53. (See cut No. 32, d. Α later different arrangement is seen in the following cut, and in No. 38.)

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο τροπωτήρας
αρχ.
δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- της ρίζας του τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός].

Greek Monotonic

τροπός: ὁ (τρέπω), ιμάντας από στριμμένο δέρμα, με το οποίο προσέδεναν το κουπί στο σκαλμό, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροπός -οῦ, ὁ [τρέπω] strop (aan roeiriem).

German (Pape)

ὁ, ein gedrehter, lederner Riemen, mit dem die Ruder an der Ruderbank befestigt waren; δερμάτινοι, Od. 4.782, 8.53; Opp. Hal. 5.359.
Bei Sp. auch ein Balken, wie τράπηξ, τράφηξ, Moschio bei Ath. V.208c.

Russian (Dvoretsky)

τροπός: ὁ Hom. = τροπωτήρ.

Middle Liddell

τροπός, οῦ, ὁ, τρέπω
a twisted leather thong, with which the oar was fastened to the thole, Od.