φάλλαινα
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ἡ,
A whale, A.Dict. in PSI11.1209.9, Arist.HA489b4, 521b24, 537a31, al., Str.3.2.7, Ael.NA9.50, 16.18, Philostr.VA2.14, Nonn. D. 6.298, Babr.39.1, Gal.6.728,737, UP3.12, al., Porph.Abst. 3.20.
2 of any devouring monster, Ar.V.35,39, Lyc.841.
II moth, Nic.Th.760 (Rhodian in this sense acc. to Sch.).—In late codd. (as those of Gal.) freq. written φάλαινα but cod.Rav. of Ar., and the best codd. of Arist., Str., Babr., Lyc., Nic., Philostr., and Nonn. (the Pap. of A.Dict. is indistinct) have φάλλ-; cf. φάλλη; the metre requires a long first syllable in Babr., Nic., Nonn., and admits it elsewhere; in Lat. the best spelling is ballaena.
German (Pape)
[Seite 1253] ἡ, s. φάλαινα.
French (Bailly abrégé)
c. φάλαινα.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
φάλλαινα: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ κῆτος, Λατ. bālaena. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 2,. 3. 20, 5., 4. 10, 11., 6. 12, 2, Βαβρ. 39. 1˙ ἐντεῦθεν ἐπὶ παντὸς ἀδηφάγου θηρίου, Λατ. bellua, Ἀριστοφ. Σφ. 35. 39, Λυκόφρ. 841. ΙΙ. «φάλλαινα ζωΰφιόν ἐστι ταῖς λυχνίαις ἐπιπετόμενον, ὃ καὶ πυραυστούμορος καὶ ψυχὴ καὶ ψώρα καλεῖται... καὶ περὶ μὲν τῆς φαλλαίνης τοῦ χερσαίου ζῳϋφίου, ὃ καὶ κανδηλοσβέστραν ἰδιωτικῶς φασιν εἴπομεν», κλπ., Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 84-85, πρβλ. Νικ. Θηρ. 760. ― Συνήθως φέρεται φάλαινα [φᾱ]˙ ἀλλὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. καὶ τὰ κράτιστα τῶν τοῦ Ἀριστ., κλπ., ἔχουσι φάλλ-˙ πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
βλ. φάλαινα.
(II)
ἡ, Α
είδος λεπιδόπτερου εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα ροδιακός. Κατά μία άποψη, η λ. φάλλαινα, λόγω του χρώματος της πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, πρέπει να αναχθεί στο θηλ. φαλιά του επιθ. φαλιός «λευκός», το οποίο προφέρθηκε φαλyᾱ (σε γρήγορη εκφορά του λόγου), από όπου προήλθε αρχικά ο τ. φάλλη (ως ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου) και στη συνέχεια ο τ. φάλλ-αινα με κατάλ. -αινα, η οποία χρησιμοποιήθηκε με μειωτική σημ. (πρβλ. φάλαινα), λόγω του ζωηρού και ανήσυχου πετάγματος της πεταλούδας αυτής. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από τη λ. φάος / φῶς μέσω αμάρτυρου τ. φαFεσ-λ-aν-ya < φαει-λαινα ή μέσω τ. φαναινα (< φανός, αττ. τ. του φαεινός, + κατάλ. -αινα) με ανομοιωτική τροπή του –ν σε -λ-. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με τη λ. φάλλαινα (Ι) (βλ. φάλαινα) δεν θεωρείται πιθανή. Εκτός από τη σημ. «πεταλούδα της νύχτας», η λ. απαντά στον Ησύχ. με σημ. ἡ ἐν τῇ κεφαλῇ θρίξ, η οποία θα μπορούσε να αναφέρεται στον βόστρυχο (για τη σημασιολογική διαφορά πρβλ. τη χρησιμοποίηση της λ. βόστρυχος «πλεξίδα μαλλιών» για τη δήλωση ενός είδους εντόμου)].
Greek Monotonic
φάλλαινα: (όχι φάλαινα), ἡ, φάλαινα, Λατ. balaena, σε Βάβρ.· απ' όπου χρησιμοποιείται για κάθε κήτος, Λατ. bellua, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[not φάλαινα
a whale, Lat. ba_laena, Babr.:—hence of any monster, Lat. bellua, Ar.
Frisk Etymology German
φάλλαινα: {phállaina}
Forms: (codd. oft φάλαινα; Silbenlänge metr. gesichert)
Grammar: f.
Meaning: Walfisch (A.Fr. 464 M., Arist., Str., Nonn. usw.), von einem Ungeheuer (Ar. V. 35, 39, Lyk. 841), auch Lichtmotte, Nachtfalter (Nik. Th. 760; nach Sch. rhodisch).
Derivative: Kürzere Form φάλλη f. Walfisch (Lyk. 84, 394), = ἡ πετομένη ψυχή H.; φάλ<λ>αι· φάλ<λ>αιναι H.
Etymology: Bildung wie λέαινα, λύκαινα u.a., somit zunächst auf *φάλλων od. φαλλος zurückgehend; s. φαλλός. Lat. LW ballaena; wegen b- statt p(h)- durch auswärtige (illyrische?) Vermittlung s. W.-Hofmann s.v. m. Lit. Über eine ältere Erklärung von Osthoff Etym. Parerga 321 ff. (m. reicher Lit.) s. Bq (abgelehnt).
Page 2,987