φιλίτια
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
c. φειδίτια ; au sg. τὸ φιλίτιον repas commun à Sparte.
Étymologie: cf. φειδίτιον, φιδίτιον.
Syn. συσσίτιον.
Greek (Liddell-Scott)
φιλίτια: τά, = συσσίτια, αἱ κοιναὶ τράπεζαι τῶν Σπαρτιατῶν, ἐν αἷς πάντες οἱ πολῖται συνεδείπνουν βάδιζ’... εἰς τὰ φιλίτια, ἀπόλαυε τοῦ ζωμοῦ Ἀντιφάνης ἐν «Ἄρχοντι» 1· ἴδε Müller Dor. 4. 3, 3, ὅστις δοξάζει ὅτι ὁ τύπος φιδίτια (ὡς φέρεται ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, Πολιτικ. 2. 9, 30., 2. 10, 5, Πλουτ.) καὶ φειδίτια (ὡς παρὰ Δικαιάρχῳ καὶ Φυλάρχῳ παρ’ Ἀθην. 141Α, κἑξ., Παυσ. 7. 1, 8, κλπ.) δυνατὸν νὰ εἶναι ἁπλῶς κωμικαὶ παρῳδίαι τῆς λέξεως ταύτης (ὥσπερ ἐκ τοῦ ῥήματος φείδομαι, οἱονεὶ λιτὰ ἢ εὐτελῆ γεύματα)· ― παρ’ Ἀντιφάν. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ α΄ συλλαβὴ εἶναι βραχεῖα (ὅπερ εἶναι ἐπιχείρημα ὑπὲρ τοῦ τύπου φῐλίτια), καὶ ὁ Φώτιος παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ φιλία, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 736. 51. ― Ἐν Κρήτῃ τὰ συσσίτια ἐκαλοῦντο ἀνδρεῖα, ἴδε ἀνδρεῖος ΙΙΙ. ΙΙ. φιλίτιον, τό, ἡ κοινὴ αἴθουσα, ἐν ᾗ ὑπῆρχεν ἡ κοινὴ τράπεζα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 28, Λακ. Πολ. 3, 5· φέρεται καὶ φιδίτιον ἐν Πλουτ. Λυκούργ. 26, Ἀγησ. 20, κλπ.· φειδίτιον παρ’ Ἀθην. 139C.
Greek Monotonic
φιλίτια: τά (φίλος), = συσσίτια, κοινά γεύματα ή δημόσια τραπέζια στη Σπάρτη, σε Αριστ.· φιλίτιον, τό, η κοινή σάλα (αίθουσα) στην οποία γίνονταν τα δημόσια τραπέζια, σε Ξεν., Πλούτ.· άλλοι διαβάζουν φιδίτιον ή φειδίτιον, -ια (όπως από φείδομαι), οικονομικό τραπέζι, φθηνό δείπνο.
Middle Liddell
φιλίτια, ων, τά, φίλος = συσσίτια]
the common meals or public tables at Sparta, Arist.