ψαίω
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
= ψάω (q.v.), rub away, grind down, in aor. 1 Med., Thphr. ap.Porph.Abst.2.6:—aor. Pass., ibid.
German (Pape)
[Seite 1389] ursprünglich ein Wort mit ψάω, 1) reiben, streichen, wischen. – 2) zerreiben, zermalmen, schroten, mahlen. S. ψαιστός.
Greek (Liddell-Scott)
ψαίω: ψάω, ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ ἀποτρίβω, κατατρίβω, κοπανίζω, ἀλήθω, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 6, ἐν τῷ μέσῳ ἀορ. α΄. ― Παθ. ἀόρ., αὐτόθι.
Greek Monolingual
Α
τρίβω, κοπανίζω, αλέθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. ψαίω (από όπου τα ψαιστός, ψαίστωρ, ψαῖσμα) είναι μτγν. δευτερογενής σχηματισμός του ενεστ. ψήω / ψῆν / ψάω «τρίβω» (πρβλ. κναίω: κνῆν: κνάω). Οι ενεστ. σχηματισμοί με δίφθογγο -αι- (πρβλ. πταίω, ῥαίω) αποτελούν ελληνική καινοτομία, με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό. Από τους τ. του ρ. ψαίω αρχαιότεροι είναι ο αόρ. ἐψαισάμην και ο παθ. αόρ. ἐψαίσθην. Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση του ψαίω με το ρ. παίω.
Frisk Etymology German
ψαίω: {psaíō}
Forms: (nur H. ψαίειν für ψαί<ρ>ειν), Aor. ψαίσασθαι, ψαισθῆναι
Grammar: v.
Meaning: zerreiben, zermalmen (Thphr. ap. Porph. Abst. 2, 6)
Derivative: mit ψαιστός zerrieben, gemahlen (vgl. Ammann Μν. χάριν 1, 18) in ψαιστὴ μα̃ζα (Hp.), -στόν, pl. -στά n. (πέμμα, πόπανον, ἄλφιτα) Opferkuchen aus Mehl und Honig (Kom., hell. Inschr., Herod., AP); davon ψαιστίον n. ib. (AP), -ώδης ’ψ.-ähnlich’ (AB), ψαῖ(σ)μα· σῖτον ὀλίγον H., ψαίστωρ "Abreiber", Beiw. von σπόγγος (AP). Mit Vereinfachung des Anlauts: σαιστός· ἐλαία θλαστή H. (wie σώχω: ψώχω usw.; Schwyzer 329). Aus H. noch ψαιδρός = ἀραιός und mit νυ-Suffix: ψαινύντες· ψωμίζοντες, ψαίνυον· ἀχρεῖον, ψαίνυσμα· ὀλίγον, ψαινύθιον· ψευδές, μάταιον, εὐτελές, φλύαρον, οἰκτρόν; dazu (Lyk. 1420) ψαίνυνθα θεσπίζοντα = ψευδῆ νομοθετοῦντα ἢ μαντευόμενον (wie μίνυνθα; vgl. Schwyzer 629).
Etymology: Bildung wie ῥαίω, -κναίω (: κνῆν), πταίω u.a.; vgl. zu ψῆν. Nach Haas Ling. Posn. 3, 79ff. vorgr.-idg. (zu lit. piáuti schneiden, mähen) mit ψ- aus idg. p- (: παίω); auch viele andere Wörter auf ψ- will H. auf dieselbe Weise erklären.
Page 2,1127