ἀντιφθέγγομαι
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
A return a sound, echo, repeat, E.Hipp.1216; τὸ ἀκουσθέν Arist.GA781a26.
II speak against, contradict, J.AJ 18.7.2, Luc.Salt.23, Pisc.31, S.E.M.7.332, al.
III answer, Pi. O.6.61.
IV raise a shout in reply, D.S.17.33.
Spanish (DGE)
1 contestar, responder abs. ὄσσα Pi.O.6.61, cf. Sm.Ib.39.32
•contestar con un grito D.S.17.33
•repetir el sonido, hacer eco πᾶσα μὲν χθὼν φθέγματος πληρουμένη ... ἀντεφθέγγετο E.Hipp.1216
•c. ac. repetir τὸ ἀκουσθέν Arist.GA 781a26.
2 contradecir τὴν ἀλήθειαν I.AI 18.252
•c. dat. ἐκείνοις Luc.Salt.23, παντὶ γὰρ τῷ ὑπό τινων ἐπαινουμένῳ S.E.M.7.332, τῷ σώματι Luc.Pisc.31.
French (Bailly abrégé)
1 répliquer, contredire;
2 renvoyer le son, faire écho.
Étymologie: ἀντί, φθέγγομαι.
German (Pape)
1 dagegen, widersprechen, Luc. salt. 23.
2 widerhallen, Pind. Ol. 6.61; Eur. Hipp. 1216; übertragen, Arist. gen.an. 5.2.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιφθέγγομαι:
1 давать отклик, отдаваться эхом, откликаться Pind., Eur., Arst.;
2 Luc., Sext. = ἀντίφημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφθέγγομαι: ἀποθ., πέμπω ὀπίσω τὸν ἦχον, ἀντηχῶ, ἀντεφθέγξατο δ’ ἀρτιεπὴς πατρία ὄσσα, «ἀντεφθέγξατο δὲ αὐτῷ χρηματισμὸς πατρικὸς ἀρτιεπής, ἤγουν ἀληθῆ χρηματίζων» (Σχόλ.) Πινδ. Ο. 6. 105, Εὐρ Ἱππ. 1216: ἐπαναλαμβάνω (ὡς ἡ ἠχώ), τὸ ἀκουσθὲν Ἀριστ. π. Ζ. γεν. 5. 2, 3. ΙΙ. ὁμιλῶ ἐναντίον τινός, ἀντιλέγω, πῶς ἀντιφθέγγεσθαι ἐκείνοις τολμᾶς Λουκ. Ὀρχ. 23: ἀνταλαλάζω, τῶν βαρβάρων ἀντιφθεγξαμένων Διόδ. 17. 33.
English (Slater)
ἀντιφθέγγομαι answer ἀντεφθέγξατο δἀρτιεπὴς πατρία ὄσσα (O. 6.61)
Greek Monolingual
ἀντιφθέγγομαι (Α)
1. στέλνω πίσω τον ήχο, αντηχώ
2. επαναλαμβάνω φωνή, λόγο, ήχο
3. μιλώ εναντίον κάποιου
4. απαντώ.
Greek Monotonic
ἀντιφθέγγομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ.,
I. επιστρέφω τον ήχο, ηχώ, αντηχώ, σε Πίνδ., Ευρ.
II. μιλώ εναντίον σε, σε Λουκ.
Middle Liddell
I. to return a sound, echo, Pind., Eur.
II. to speak against, Luc.