ἀντοφθαλμέω

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντοφθαλμέω Medium diacritics: ἀντοφθαλμέω Low diacritics: αντοφθαλμέω Capitals: ΑΝΤΟΦΘΑΛΜΕΩ
Transliteration A: antophthalméō Transliteration B: antophthalmeō Transliteration C: antofthalmeo Beta Code: a)ntofqalme/w

English (LSJ)

look in the face, meet face to face, ἀ. κατὰ πρόσωπον Plb.18.46.12: hence, defy, withstand, τινί and πρός τινα, Id.1.17.3, 2.24.1, etc., cf. LXX Wi.12.14; ἀ τῷ ἀνέμῳ, of a ship, Act.Ap.27.15; πάθεσι Longin.34.4.

Spanish (DGE)

1 mirar cara a cara ἅπασι UPZ 110.43 (II a.C.)
en v. med. mirarse unos a otros a la cara οἱ μὲν γὰρ ἀντοφθαλμῆσαι κατὰ πρόσωπον ... βουλόμενοι Plb.18.46.12.
2 desafiar, resistir a de pers. c. dat. τοῖς πολεμίοις Plb.1.17.3, cf. 2.47.1, 1Ep.Clem.34.1, LXX Sap.12.14
c. giro preposicional πρὸς τούτους Plb.28.6.6
de cosas c. dat. τούτοις (χρήμασι) Plb.18.34.8, τῷ ἀνέμῳ de un barco Act.Ap.27.15, τοῖς ... πάθεσιν Longin.34.4
c. giro preposicional πρὸς τὴν ὁρμήν Plb.4.34.6.

German (Pape)

[Seite 265] eigtl. ins Gesicht sehen, κατὰ πρόσωπον Pol. 18, 29; dah. sich widersetzen, widerstreben, πρός τινα 2, 24; sehr oft mit Waffengewalt und mit Worten, τινὶ περὶ τῶν κοινῶν πραγμάτων 28, 6; ebenso τοῖς χρήμασι, der Bestechung, 28, 17.

French (Bailly abrégé)

ἀντοφθαλμῶ :
1 regarder en face;
2 p. ext. affronter, résister à : πρός τινα à qqn ; τινι περί τινος à qqn au sujet de qch;
NT: faire face, remonter (au vent).
Étymologie: ἀντί, ὀφθαλμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀντοφθαλμέω:
1 глядеть прямо (κατὰ πρόσωπον Polyb.);
2 оказывать сопротивление (τινι, πρός τινα и τινι περί τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντοφθαλμέω: ἀντιβλέπω, ἀτενίζω, ἀντοφθαλμῆσαι κατὰ πρόσωπον Πολύβ. 18. 29, 12: ἐντεῦθεν, ἀνταίρω, ἐνίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, τινὶ καὶ πρός τινα ὁ αὐτ. 1. 17, 3., 2. 24, 1, κτλ.· ἐπὶ πλοίου, ἀνθίσταμαι κατά τινος, «συναρπασθέντος δὲ τοῦ πλοίου καὶ μὴ δυναμένου ἀντοφθαλμεῖν τῷ ἀνέμῳ» Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 15: - Ἐντεῦθεν, ἀντοφθάλμησις, ἡ, τὸ προσβλέπειν κατὰ πρόσωπον, τὸ βλέπειν ἀτενῶς πρός τι, Εὐστ.: - καὶ ἀντοφθαλμίζω, = -έω Γρηγόρ. Κύπρ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 1, σ. 344.

English (Strong)

from a compound of ἀντί and ὀφθαλμός; to face: bear up into.

English (Thayer)

ἀντοφθάλμω; (ἀντοφθαλμος looking in the eye)
1. properly, to look against or straight at.
2. metaphorically, to bear up against, withstand: τῷ ἀνέμῳ, of a ship, (cf. our 'look the wind in the eye,' 'face' (R. V.) the wind): Polybius; in ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

ἀντοφθαλμέω: μέλ. -ήσω (ὀφθαλμός), συναντώ πρόσωπο με πρόσωπο, αντιμετωπίζω, τινί, σε Πολύβ., Κ.Δ.

Middle Liddell

ὀφθαλμός
to meet face to face, to face, τινί Polyb., NTest.

Chinese

原文音譯:¢ntofqalmšw 安特-哦弗他而姆哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:交換-觀
字義溯源:面對,眼對著,抵擋,敵(對);由(ἀντί)*=相對)與(ὀφθαλμός)=眼)組成;而 (ὀφθαλμός)出自(ὀπτάνομαι)*=注視)。這字本意是:眼對著注視,( 徒27:15)是說:船對著風
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 抵擋(1) 徒27:15