ἀπόληψις
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀπολαμβάνω IV)
A intercepting, cutting off, ὁπλιτῶν Th.7.54; stoppage, ἐπιμηνίων, οὔρων, Hp.Prorrh.1.51, 2.7, etc.; ὑδάτων Thphr. CP 3.21.1; imprisonment, πνεύματος ἐν τῇ γῇ Epicur.Ep. 2p.48U.; ἀ. ποδός constrained position, Hp.Art.62.
b refutation, Gal.5.261.
2 reception, τῆς φιλίας Phld.D.3Fr.84, cf. Str.10.2.25.
3 clamp, holdfast, Ph.Bel.57.44.
4 repayment, Phalar. Ep.27.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἀπόλημψις Hp.Liqu.6; eol. ἀπόλαμψις IG 12(2).28 (Mitilene)
I 1admisión τῆς φιλίας Phld.D.3.fr.84.
2 recepción de lo que es debido, devolución χρημάτων Phalar.Ep.27, UPZ 200.16 (II/I a.C.).
II 1acción de interceptar o cortar el paso ὁπλιτῶν Th.7.54.
2 interrupción, cese πνευμάτων Hp.Acut.(Sp.) 4, ἐπιμηνίων Hp.Prorrh.2.7, ὑδάτων Thphr.CP 3.21.1, ἀ. φλεβῶν estrangulamiento de las venas Hp.Acut.(Sp.) 6, 49, κάτωθεν ἀπολήμψιες retenciones en la parte baja e.d. en el vientre Hp.Liqu.l.c.
•compresión πνεύματος ἐν τῇ γῇ Epicur.Ep.[3] 105
•posición forzada ποδός Hp.Art.62.
III sujeción, grapa Ph.Bel.57.44.
German (Pape)
[Seite 312] ἡ, 1) Aufnahme. – 2) Anhalten, Abschneiden, τῶν ὁπλιτῶν Thuc. 7, 54; Hemmen, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de couper (des troupes).
Étymologie: ἀπολαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόληψις: εως ἡ воен. перехватывание, отрезывание, обход (τῶν ὁπλιτῶν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόληψις: -εως, ἡ, (ἀπολαμβάνω IV.) παραλαβή, μέλλησις… ἀπολήψεως Φαλάρ. Ἐπιστ. 11· ἀπόκλεισις, ἀποκώλυσις, ὁπλιτῶν Θουκ. 7. 54· ἐπίσχεσις ἐπιμηνίων, οὔρων, Ἱππ. 91C, 71D, κτλ.· ὑδάτων Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 21, 1· ἀπ. ποδός, ἡ στάσις ἢ θέσις αὐτοῦ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἴδε Foës, Oecon.
Greek Monotonic
ἀπόληψις: -εως, ἡ (ἀπολαμβάνω IV), αποκλεισμός, παρεμπόδιση, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀπολαμβάνω IV]
an intercepting, cutting off, Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=παραλαβή, ἀνάκτηση). Ἀπό τό ἀπολαμβάνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λαμβάνω.