ἀρισφαλής

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρισφᾰλής Medium diacritics: ἀρισφαλής Low diacritics: αρισφαλής Capitals: ΑΡΙΣΦΑΛΗΣ
Transliteration A: arisphalḗs Transliteration B: arisphalēs Transliteration C: arisfalis Beta Code: a)risfalh/s

English (LSJ)

[ᾰρ], ές, very slippery or treacherous, οὐδός Od.17.196.

Spanish (DGE)

(ἀρισφᾰλής) -ές
• Prosodia: [ᾰρ-]
muy resbaladizo οὐδός Od.17.196, Hsch., EM 142.32G.

German (Pape)

[Seite 353] (σφάλλω), οὐδός, wo man leicht aus gleitet, trüglich, Od. 17, 196.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très glissant.
Étymologie: ἀρι-, σφάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρισφᾰλής: очень скользкий (οὐδός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρισφᾰλής: -ές, ὁ λίαν ὀλισθηρός, ἐπισφαλής, ἐπεὶ ἦ φατ' ἀρισφαλέ’ ἔμμεναι οὐδόν Ὀδ. Ρ. 196.

English (Autenrieth)

(σφάλλω): slippery; οὐδός, Od. 17.196†.

Greek Monolingual

ἀρισφαλής, -ές (Α)
1. ο πολύ ολισθηρός
2. ο σφαλερός, ο απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -σφαλής < σφάλλω «ρίχνω κάτω, ανατρέπω, πέφτω σε σφάλμα»].

Greek Monotonic

ἀρισφᾰλής: -ές (σφάλλω), πολύ ολισθηρός, επισφαλής, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

σφάλλω
very slippery or treacherous, Od.