ἀσήμαντος
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ἀσήμαντον,
A without leader or shepherd, μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθών Il.10.485, cf. Tryph.616; δόμος Opp.H.3.361.
II unsealed, unmarked, Hdt.2.38, Pl.Lg.954a, Hyp.Fr.4; = ἀφύλακτος, Hsch.
2 giving no sign: hence, unseen, unknown, Nonn. D. 3.95, 5.232; unintelligible, ἔπεα ib.10.31.
III ἀσήμαντοι τούτου ὃ.. σῶμα ὀνομάζομεν not entombed in this, which we call body, Pl.Phdr.250c, with play on signf. 11.1, cf. Dam.Pr.161.
IV uncoined, χρυσὸς καὶ ἄργυρος App.Hisp.23,Pun.66.
V Act., opp. σημαντικός, without significance, λέξις Diog.Bab.Stoic.3.213; φωνή Plu.2.1026a. Adv. ἀσημάντως Paul.Aeg.3.15.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no marcado de bueyes para el sacrificio sin hierro ἀσήμαντον δὲ θύσαντι θάνατος ἡ ζημίη ἐπίκειται Hdt.2.38
•de donde que no tiene dueño μῆλα Il.10.485, Triph.616, δόμος Opp.H.3.361, ἀσήμαντα· ἀφύλακτα Hsch.
•c. gen. que no lleva la marca de de las almas ἀσήμαντοι τούτου ὃ νῦν δὴ σῶμα περιφέροντες ὀνομάζομεν Pl.Phdr.250c
•fig. sin tacha ψυχαὶ ... ἀσήμαντοι καὶ πάντη κεκαθαρμέναι τῆς θνητοειδοῦς ποικιλίας Dam.in Prm.161
•no precintado o sellado de los enseres de una casa, Pl.Lg.954a, κιβωτός IG 22.1471.53 (IV a.C.), τὸ γραμματεῖον Numen.26.60
•de metales nobles no acuñado χρυσὸς καὶ ἄργυρος App.Hisp.23, Pun.66.
2 insignificante, desconocido ἄστυ Nonn.D.3.95.
II ref. a la lengua
1 que no tiene sentido, no significativo λέξις Diog.Bab.Stoic.3.213, φωνή Plu.2.1026a
•ininteligible ἔπεα Nonn.D.10.31.
2 no escrito de la lengua hablada, Hyp.Fr.4, cf. Harp.
•ref. a la música no acompañada de texto, sin letra ἀσήμαντα διδάσκειν τοὺς μουσικούς (que) los músicos enseñan (música) sin texto Phld.Mus.4.26.30, cf. 29.18, 31.
3 inefable de Dios πατρὸς ἀσημάντοιο θεοῦ ... φωνή AP 1.19 (Claudianus).
III adv. -ως sin sentido φωνεῖν ἀ. Paul.Aeg.3.15.
German (Pape)
[Seite 369] 1) ohne Gebieter, unbeschützt, μῆλα Il. 10, 485; nicht bezeichnet, ohne Kennzeichen, τινός, Plat. Phaedr. 250 c. – 2) akt., nichts bezeichnend, Gegensatz σημαντικός, D. L. 7, 57.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans conducteur, sans gardien (troupeau);
2 sans signification.
Étymologie: ἀ, σημαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσήμαντος: σημαίνω
1 не меченный (βοῦς Her.): ἀ. τινος Plat. лишенный какого-л. признака; τὰ σεσημασμένα καὶ τὰ ἀσήμαντα Plat. вещи, как опечатанные, так и неопечатанные;
2 ничего не обозначающий, лишенный значения (φωνή Plut.; λέξις Diog. L.).
σημάντωρ оставшийся без пастуха, беспризорный (μῆλα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσήμαντος: -ον, ὁ ἄνευ ἀρχηγοῦ ἢ ποιμένος, μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθὼν «ἀφυλάκτοις, ἀφροντίστοις, μὴ ἔχουσι ποιμένα» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 485, πρβλ. σημάντωρ· - ἀσημάντοιο δόμοιο Ὀππ. Ἁλ. 3. 361. ΙΙ. ἀσφράγιστος, ἄνευ σημείου, Ἡρόδ. 2. 38, Πλάτ. Νόμ. 954Α. ΙΙΙ. ἀσήμαντοι τούτου, ὅ… σῶμα ὀνομάζομεν, μὴ κεκλεισμένοι ὡς ἐν τάφῳ ἐντὸς τούτου, ὅπερ ὀνομάζομεν σῶμα, Πλάτ. Φαῖδρ. 250C, πρβλ. σῆμα 3. IV. ἐνεργ. ἄνευ σημασίας, λέξις, φωνὴ Διογ. Λ. 7. 57, Πλούτ. 2. 1026Α.
English (Autenrieth)
(σημαίνω): without a guide (shepherd); μῆλα, Il. 10.485† (cf. Il. 15.325).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσήμαντος, -ον)
νεοελλ.
ο ανάξιος λόγου, ο μηδαμινός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αρχηγό, ο αφύλακτος
2. αυτός που δεν έχει διακριτικό σημάδι
3. ο σκοτεινός, ο ακατάληπτος
4. ο χωρίς σημασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σημαίνω < σήμα «σημείο, σημάδι»].
Greek Monotonic
ἀσήμαντος: -ον (σημαίνω)·
I. αυτός που δεν έχει αρχηγό ή ποιμένα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ασφράγιστος, ασημείωτος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
σημαίνω
I. without leader or shepherd, Il.
II. unsealed, unmarked, Hdt.