ἄποψις
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ἀπόψεως, ἡ,
A outlook, view, πεδίον πλῆθος ἄπειρον ἐς ἄποψιν boundless in view, Hdt.1.204; παραπλησίους πάντας ἐκ τῆς ἀπόψεως all alike to look at, Plb.11.31.8; ἐν ἀπόψει εἶναι, ἐν ἀπόψει γίγνεσθαι, to be within view, Str. 6.1.5, AP9.412 (Phld.).
2 lofty spot or tower which commands a view, belvedere, Str.17.1.16, Plu.Comp. Cim.Luc.1.
II that on which one looks, view, prospect, Arist.Mir.843a17, Plu.2.133b.
Spanish (DGE)
ἀπόψεως, ἡ
I 1vista siempre c. prep. a la vista ἐς ἄποψιν Hdt.1.204, ἐκ τῆς ἀπόψεως Plb.11.31.8, ἐν ἀπόψει εἶναι = estar visible, estar a la vista Str.6.1.5, cf. AP 9.412 (Phld.).
2 ref. a lo que se ve panorama, perspectiva Arist.Mir.843a17, ἄ. καὶ κατασκοπὴ τοῦ χωρίου Gp.2.3.3, fig. a nivel intelectual οἱ δὲ φιλόλογοι ... ἡδείας ἀπόψεις καὶ ἀποστροφὰς ἔχουσιν Plu.2.133b.
II mirador, belvedere Str.17.1.16, Plu.Comp.Cim.Luc.1, Fronto Ep.213
•n. de una región o demarcación El Mirador, IG 12(3).344.14, 345.5 (Jera)
•baldaquino, palio περιαργυρώσαντα τὴν ... ἄποψιν φορείου Βωρροαωνου θεοῦ que ha hecho platear el baldaquino ... de las andas del dios Borroaono, Syria 18.1937.372 (Palmira II d.C.).
German (Pape)
[Seite 337] ἡ, 1) das Sehen von oben herab, Fernsicht, Aussicht, Sp.; bes. dazu erbaute hohe Lusthäuser bei den Villen am Meere, Belvedere, Plut. Cim. et Luc. 1; Strab. – 2) Anblick, Ansehen, Her. 1, 204; Pol. 11, 31, 8. – 3) der Gegenstand, auf den man seine Blicke richtet, Plut. de san. tu. p. 398
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. action de voir de loin;
II. p. suite :
1 site sur lequel la vue s'étend, point de vue;
2 endroit d'où l'on voit au loin, plateforme, belvédère.
Étymologie: ἀπό, ὄψις.
Greek Monolingual
η (AM ἄποψις) όψις
θέα από κάποια απόσταση
νεοελλ.
ο τρόπος κατά τον οποίο εξετάζει κανείς τα πράγματα, αντίληψη, εκδοχή
αρχ.
1. ψηλό μέρος ή πύργος από όπου βλέπει κανείς σε μεγάλη απόσταση ή από όπου έχει ωραία θέα
2. το μέρος προς το οποίο βλέπει κανείς.
Greek Monotonic
ἄποψις: ἀπόψεως, ἡ (ἀπόψομαι, μέλ. του ἀφοράω)·
1. θέα, θέαμα, ενατένιση, σε Ηρόδ.
2. υψηλό σημείο ή πύργος απ' όπου έχει κάποιος πανοραμική θέα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄποψις: ἀπόψεως ἡ
1 вид, кругозор (πεδίον ἄπειρον ἐς ἄποψιν Hom.): ἐκ τῆς ἀπόψεως ὁρᾶν τινα Polyb. иметь в поле зрения, видеть издали кого-л.; ἐν ἀπόψει γενέσθαι Anth. оказаться на виду;
2 вид, внешность (φρικώδη ἄποψιν ποιεῖν τοῖς θεωμένοις Arst.);
3 зрелище (καλὰς ἀπόψεις ἔχειν Plut.);
4 возвышение или вышка Plut.
Middle Liddell
[ἀπόψομαι, fut. of ἀφοράω
1. an outlook, view, prospect, Hdt.
2. a lofty spot or tower which commands a view, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=θέα). Ἀπό τό ἀπόψομαι τοῦ ἀφορῶ (ἀπό + ὁρῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὁρῶ.