ἐνεύναιος

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεύναιος Medium diacritics: ἐνεύναιος Low diacritics: ενεύναιος Capitals: ΕΝΕΥΝΑΙΟΣ
Transliteration A: eneúnaios Transliteration B: eneunaios Transliteration C: eneynaios Beta Code: e)neu/naios

English (LSJ)

ἐνεύναιον, on which one sleeps, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα.. ἐνεύναιον a skin to sleep on, Od.14.51; χήτει ἐνευναίων = for want of bed-furniture, 16.35; τὰ ἐνεύναια = bed-clothes, Hierocl.p.25A.

Spanish (DGE)

-ον
1 en lo que se duerme, para dormir en ello ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα ... ἐνεύναιον Od.14.51.
2 subst. τὸ ἐ. ropa de cama, cobertor, cubrecama εὐνὴ χήτει ἐνευναίων ... ἀράχνια κεῖται ἔχουσα el lecho (de Odiseo) está desprovisto de ropa de cama, lleno de telarañas, Od.16.35, cf. Ar.Fr.814, en plu., Poll.6.10, Hierocl.5.2.

German (Pape)

[Seite 839] im Bette befindlich; δέρμα ἐνεύναιον, zur Bettunterlage dienend, Od. 14, 51; χήτει ἐνευναίων, aus Mangel an Bettkissen, 16, 35, wo Andere »aus Mangel an darin Schlafenden« erklären, Apoll. lex. τῶν ἐγκοιμησομένων.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert de couche ; τὰ ἐνεύναια OD couvertures ou tapis pour servir de couche.
Étymologie: ἐν, εὐνή.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεύναιος: служащий постелью (δέρμα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεύναιος: -ον, (εὐνή), ἐφ’ οὗ τις κοιμᾶται, «ἐγκοίμητρον» Σχολ., «ἐγκοίτιον» Εὐστ., ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα... αὐτοῦ ἐνεύναιον Ὀδ. Ξ. 51· χήτει ἐνευναίων, δι’ ἔλλειψιν στρωμάτων καὶ σκεπασμάτων, Π. 35 (ἔνθα ἄλλοι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς ἀρσ. ἑρμηνεύοντες: δι’ ἔλλειψιν «τῶν εὐνησομένων, ὅ ἐστι κοιμησομένων» Σχολιαστ., «συμβολικῶς ἐρρέθη, ἀντὶ τοῦ, στερουμένη τῶν ἐγκοιμωμένων... ἤγουν ἠμέληται διὰ τὸ μὴ εἶναι τὸν Ὀδυσσέα» Εὐστ.).

Greek Monolingual

ἐνεύναιος, -ον (Α) ευναίος
1. αυτός πάνω ή μέσα στον οποίο κοιμάται κανείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνεύναια
κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια.

Greek Monotonic

ἐνεύναιος: -ον (εὐνή), αυτό πάνω στο οποίο κοιμάται κάποιος, σε Ομήρ. Οδ.· ἐνεύναια, το έπιπλο του κρεβατιού, η κλίνη, στο ίδ.

Middle Liddell

ἐν-εύναιος, ον εὐνή
on which one sleeps, for sleeping on, Od.; ἐνεύναια, bed-furniture, Od.