Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπώχατο

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

German (Pape)

[Seite 1016] Il. 12, 340, πᾶσαι πύλαι ἐπώχατο, alle Thore waren geschlossen. S. ἐποίγω u. ἐπέχω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pqp. Pass. épq. de ἐπέχω, d'un pf. *ἔπωχα, pf. Pass. *ἐπῶγμαι;
fermer, assujettir.
Étymologie: sel. d'autres, ἐπῴχατο, de ἐποίγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπώχᾰτο: эп. 3 л. pl. ppf. pass. к ἐπέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπώχᾰτο: παλαιὸν Ἐπικ. γ΄ πληθ. ὑπερσ. Παθ. ἐν Ἰλ. Μ. 340, πᾶσαι γὰρ πύλαι ἐπώχατο, πᾶσαι ἦσαν κεκλεισμέναι. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι αὕτη εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφὴ καὶ ὅτι ὁ τύπος ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα ἐπέχω (πρβλ. ὀχεύς). Ὁ Ἀρίσταρχ. πιθαν. ἔγραψεν ἐπῴχατο (ὡς εἰ ἐκ τοῦ ἐποίγω, ὅπερ ὅμως δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ σημαίνῃ τὸ κλείειν ἢ εἶναι κεκλεισμένον), Σχόλ. Ἐνετ. ἐν τόπῳ. - Ὁ Ζηνόδοτος προέτεινε πάσας γὰρ ἐπῴχετο, ὁ θόρυβος ἔφθασεν εἰς πάσας τὰς πύλας (ἐκ τοῦ εποίχομαι), Σχόλ. ἐν τόπῳ, Εὐστ. 909. 13.

English (Autenrieth)

plup. pass. 3 pl. from ἐπέχω: were shut, Il. 12.340†.

Greek Monolingual

ἐπῴχατο (Α)
(γ’ πληθ. πρόσ. παθ. υπερσ.)
φρ. «πύλαι ἐπῴχατο» — οι πύλες είχαν κλειστεί.

Greek Monotonic

ἐπώχᾰτο: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του ἐπ-έχω, πᾶσαι γὰρ (πύλαι) ἐπώχατο, όλες οι πύλες κρατήθηκαν κλειστές, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[epic 3rd pl. plup. pass. ἐπ-ώχᾰτο]
πᾶσαι γὰρ [πύλαι] ἐπώχατο all the gates were kept shut, Il.