Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀπωπή

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωπή Medium diacritics: ὀπωπή Low diacritics: οπωπή Capitals: ΟΠΩΠΗ
Transliteration A: opōpḗ Transliteration B: opōpē Transliteration C: opopi Beta Code: o)pwph/

English (LSJ)

ἡ, (ὄπωπα) poet. for ὄψις,
A a sight or view, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς Od.3.97.
2 outward appearance, μετεβάλλετ' ὀπωπάν Erinn.in PSI9.1090.53 + 13 (p. xii), cf. Nonn. D. 2.60, al.
II sight, power of seeing, ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Od.9.512.
2 eyeball, A.R.2.109: pl., ib.445; but, eyes, Id.3.1023,4.1670, Opp.C.3.75.

German (Pape)

[Seite 364] das Sehen, das Gesicht; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, Od. 3, 97. 4, 327, wie du es sahest; auch ὅς μοι ἔφη χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, 9, 512, ich würde mein Gesicht verlieren; sp. D., Ap. Rh. 2, 109, bes. im plur., Opp. Cyn. 3, 75 u. Anth.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 vue, action de voir;
2 vue, regard.
Étymologie: ὄψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀπωπή:
1 видение, узрение: ἀντῆσαι ὀπωπῆς Hom. лично увидеть, быть очевидцем;
2 зрение: ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom. лишиться зрения.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωπή: ἡ, (ὄπωπα) Ποιητ. ἀντὶ ὄψις, θέα, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, ὅ τι ἔτυχε νὰ ἴδῃς, Ὀδ. Γ. 97, Δ. 327. ΙΙ. ἡ δύναμις τοῦ ὁρᾶν, ὅρασις, χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, ὅτι ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Ὀδυσσέως θὰ χάσω τὸ φῶς μου, Ι. 512. 2) ὁ ὀφθαλμός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 109· πληθ., οἱ ὀφθαλμοί, αὐτόθι 445, Ὀππ. Κυν. 3. 75.

English (Autenrieth)

(ὄπωπα): sight, power of vision, Od. 9.512 ; ἤντησας ὀπωπῆς, ‘hast met the view,’ ‘thine eyes have seen,’ Od. 3.97.

Greek Monolingual

ὀπωπή, ἡ (Α)
1. θέα, βλέμμαὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» — όπως είδες, Ομ. Οδ.)
2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση
3. η αίσθηση της όρασης
4. ο βολβός του οφθαλμού
5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῖς», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄπωπα (πρβλ. ὄδωδα: ὀδωδή)].

Greek Monotonic

ὀπωπή: ἡ (ὄπωπα), ποιητ. αντί ὄψις,
I. θέα ή όψη, σε Ομήρ. Οδ.
II. όραση, η ικανότητα του να βλέπει κάποιος, στο ίδ.

Middle Liddell

ὀπωπή, ἡ, ὄπωπα [poetic for ὄψις
I. a sight or view, Od.
II. sight, power of seeing, Od.