ὁδόω

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδόω Medium diacritics: ὁδόω Low diacritics: οδόω Capitals: ΟΔΟΩ
Transliteration A: hodóō Transliteration B: hodoō Transliteration C: odoo Beta Code: o(do/w

English (LSJ)

lead by the right way, οὗτός σ' ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα A.Pr.813; δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητούς ib.498: c. inf., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα who put mortals on the way to wisdom, Id.Ag.176 (lyr.); of things, direct, ordain, E.Ion1050 (lyr.):—Pass., to be on the right way, τὰ ἀπ' ὑμέων χρηστῶς ὁδοῦται Hdt.4.139.

German (Pape)

[Seite 294] den Weg zeigen, führen; οὗτός σ' ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα, Aesch. Prom. 815; δυστέκμαρτον εἰς τέχνην ὥδωσα βροτούς, 496, vgl. Ag. 169; übertr., ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα, Eur. Ion 1050; übh. leiten, τὰ ἀπ' ὑμέων ὑμῖν χρηστῶς ὁδοῦται, Her. 4, 139. – Nach Hesych. im med. auch = πορεύομαι.

French (Bailly abrégé)

ὁδῶ :
mettre dans le bon chemin ; guider τινα ἔς τι, qqn dans un art ; φρονεῖν βρότους ESCHL apprendre aux mortels à réfléchir;
Moy. ὁδόομαι, ὁδοῦμαι se mettre en route.
Étymologie: ὁδός.

Russian (Dvoretsky)

ὁδόω:
1 направлять (нужным путем), вести (τινα ἐς χθόνα Aesch.);
2 наставлять, учить (τινα φρονεῖν Aesch.): ἀπό τινος χρηστῶς ὁδοῦσθαι Her. быть хорошо руководимым кем-л., получать от кого-л. правильные советы.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδόω: (ὁδός)· ― ὁδηγῶ διὰ τῆς προσηκούσης ὁδοῦ, οὗτός σ’ ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 813· δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητοὺς αὐτόθι 498· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Πέρσ. 658· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα, ὅστις ἔθηκε τοὺς θνητοὺς εἰς τὴν ὁδὸν τῆς φρονήσεως, τῆς σοφίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 176· ἐπὶ πραγμάτων, διατάττω, διευθύνω, Εὐρ. Ἴων 1050. ― Παθ., εἶμαι ἐπὶ τῆς προσηκούσης ὁδοῦ, τὰ ἀφ’ ὑμέων χρηστῶς ὁδοῦται Ἡρόδ. 4. 139· ἀκριβῶς ὡς τὸ εὐοδοῦσθαι ἐν 6. 73.

Greek Monotonic

ὁδόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ὤδωσα (ὁδός), οδηγώ μέσω του σωστού δρόμου, σε Αισχύλ.· με απαρ., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα, αυτός που εισήγαγε τους θνητούς στον δρόμο της σοφίας, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, διευθύνω, διατάζω, σε Ευρ.· Παθ., βρίσκομαι στο σωστό δρόμο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὁδόω, ὁδός
to lead by the right way, Aesch.; c. inf., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα who put mortals on the way to wisdom, Aesch.: of things, to direct, ordain, Eur.:—Pass. to be on the right way, be conducted, Hdt.