ὕβριστος

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕβριστος Medium diacritics: ὕβριστος Low diacritics: ύβριστος Capitals: ΥΒΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: hýbristos Transliteration B: hybristos Transliteration C: yvristos Beta Code: u(/bristos

English (LSJ)

η, ον, = ὑβριστικός, wanton, insolent, outrageous, ἔργον Pherecr.162; ὕ. χρῆμα (sc.γυνή) Pl.Com.98:—hence Comp. ὑβριστότερος Hdt.3.81 (v.l. ὑβριστικώτερος), X.Cyr.5.5.41, Pl.Lg. 641c: Sup. ὑβριστότατος Ar.V.1303, X.An.5.8.22, Mem.1.2.12, Pl. Lg.808d.—In AB368 (where Pherecr. and Pl.Com. are cited) we are told that ὕβριστος is of the same type as Superlatives like βέλτιστος, κάλλιστος, κράτιστος, etc.; in which case ὑβριστότερος, ὑβριστότατος would have to be regarded as doubled forms of comparison:—ὑβριστός oxyt. is cited in EM697.56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ὑβριστής et ὑβριστικός;
Cp. ὑβριστότερος, Sp. ὑβριστότατος.
Étymologie: ὑβρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὕβριστος: Her., Arph., Xen., Plat., Luc. = ὑβριστής.

Greek (Liddell-Scott)

ὕβριστος: -η, -ον, ὡς τὸ ὑβριστικός, θρασύς, αὐθάδης, προσβλητικός, ἀκόλαστος, ἔργον Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 23· ὕβρ. χρῆμα (ἐξυπακ. ἡ γυνὴ) Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 2· - ἐντεῦθεν τὸ συγκρ. ὑβριστότερος, Ἡροδ. 3. 81 (διάφ. γραφ. ὑβριστικώτερος), Ξεν. Κύρ. 5 5, 41, Πλάτ. Νόμ. 641C· ὑπερθ. ὑβριστότατος, Ἀριστοφ. Σφ. 1294, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 22, Ἀπομν. 1. 2, 12, Πλάτ. Νόμ. 808D. - Παρατηρητέον ὅτι οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ συμφώνως γράφουσι τὴν λέξιν προπαροξ. ὕβριστος (οὐχὶ ὡς ῥηματ. ἐπιθ. ὑβριστός)· καὶ ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 40 νομίζει αὐτὸ τὸ ὕβριστος ὡς κυρίως ὑπερθετ. (ἐκ τοῦ ὕβρις), ὡς τὸ ἔχθιστος (ἐκ τοῦ ἔχθος), κτλ. ὅτε τὰ ὑβριστότερος, -ότατος, ἀνάγκη νὰ θεωρηθῶσιν ὡς τύποι διπλῆς παραθέσεως, ὡς τὸ ἐλαχιστότερος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 178.

Greek Monotonic

ὕβριστος: -η, -ον (ὑβρίζω), αυθάδης, αναιδής, υβριστικός, προσβλητικός· απ' όπου, συγκρ. ὑβριστότερος, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. ὑβριστότατος, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

ὕβριστος, η, ον ὑβρίζω
wanton, insolent, outrageous: — hence comp. ὑβριστότερος, Hdt., Xen.; Sup. ὑβριστότατος, Ar., Xen.