ῥεῖα

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥεῖα Medium diacritics: ῥεῖα Low diacritics: ρεία Capitals: ΡΕΙΑ
Transliteration A: rheîa Transliteration B: rheia Transliteration C: reia Beta Code: r(ei=a

English (LSJ)

Ep. for ῥέα, ῥᾶ (qq.v.), (sts. elided, Il.15.356, Od.17.273), Adv. of ῥᾴδιος, easily, lightly, freq. in Hom. (v. infr.) and Hes. (Op.6, al., but ῥέα ib.5); θεοὶ ῥεῖα ζώοντες the gods who live at ease, Il.6.138, Od.4.805; τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή, ῥεῖα lightly, pleasantly, 1.160; strengthened ῥεῖα μάλ' Il.3.381, 15.362, etc.; ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ easily, deftly, 16.745, cf. 749.

German (Pape)

[Seite 837] p., bes. ep. statt ῥέα, adv. zu ῥᾴδιος, leicht, ohne Mühe; oft bei Hom. u. Hes.; θεοὶ ῥεῖα ζώοντες, die ohne Mühe, ohne Sorge lebenden, Il. 6, 138 Od. 4, 805, von den Alten ἀμόχθως, ἀπόνως erkl.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ῥέα;
facilement, aisément, agréablement.

Russian (Dvoretsky)

ῥεῖᾰ: эп. ῥέᾰ adv.
1 легко, проворно (κυβιστᾶν Hom.);
2 легко, беззаботно (ζῆν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥεῖα: Ἐπικ. ἀντὶ ῥέα, ῥᾷ, (ἐνίοτε ἐκθλίβεται, Ἰλ. Ο. 356, Ὀδ. Ρ. 273), ἐπίρρ. τοῦ ῥᾴδιος, εὐκόλως, εὐχερῶς, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδῳ· θεοὶ ῥεῖα ζώοντες, ἐν ἀνέσει καὶ εὐμαρεία ζῶντες, Λατ. securum agentes aevom, Ἰλ. Ζ. 138, Ὀδ. Δ. 805· τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή, ῥεῖα, εὐαρέστως, Ὀδ. Α. 160· ἐπιτείνεται, ῥεῖα μάλ’ Ἰλ. Γ. 381, Ο. 362, κτλ.· ὡς ῥεῖα, μετὰ πόσης εὐκολίας, πόσον εὐχερῶς, μετὰ πόσης εὐκινησίας! Π. 745, 749.

English (Autenrieth)

easily; θεοὶ ῥεῖα ζώοντες, i. e. without the effort entailed by care and trouble, Od. 5.122.
see ῥέα.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. ῥέα.

Greek Monotonic

ῥεῖα: Επικ. αντί ῥέα, επίρρ. του ῥᾴδιος, εύκολα, με άνεση, άνετα, σε Όμηρ.· θεοὶ ῥεῖα ζώοντες, οι θεοί που ζουν μέσα στην άνεση και την ευμάρεια, Λατ. securum agentes aevom, στον ίδ.· επιτετ. έκφραση, ῥεῖα μάλ', σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

ῥέα See also: s. ῥα̃.

Middle Liddell

[adverb of ῥᾴδιος
easily, lightly, Hom.; θεοὶ ῥεῖα ζώοντες the gods who live at ease, Lat. securum agentes aevom, Hom.; strengthened ῥεῖα μάλ' Il.

Frisk Etymology German

ῥεῖα: ῥέα
{rheĩa}
See also: s. ῥα̃.
Page 2,648