κορδύλη: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />bosse.<br />'''Étymologie:''' DELG origine obscure.
|btext=ης (ἡ) :<br />bosse.<br />'''Étymologie:''' DELG origine obscure.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορδύλη]] και κορδύλα και [[κορύδυλις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ρόπαλο]], [[κορύνη]]<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], όγκωμα, [[πρήξιμο]]<br /><b>3.</b> (στους Κυπρίους) [[κάλυμμα]] του κεφαλιού, [[καλύπτρα]], [[κεφαλόδεσμος]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] του ψαριού τον(ν)ος, [[σκορδύλη]] («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ θύννης καὶ αὐτῆς τῆς πηλαμύδος», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το [[κραδάω]] δεν φαίνεται να δικαιολογείται σημασιολογικά. Έχει θεωρηθεί [[επίσης]] [[προϊόν]] συμφυρμού τών [[κόνδυλος]] και [[κόρυς]] ή [[κορυφή]] ή [[κόρση]]. Η κατάλ. -<i>ύλη</i> ανήκει στην [[καθομιλουμένη]] [[γλώσσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κανθ</i>-<i>ύλη</i>, <i>σχενδ</i>-<i>ύλη</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορδύλειος]], [[κορδύλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορδυβαλλώδης]] (<b>βλ.</b>λ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κορδύλουρος</i>, <i>κορδυλοφόρος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδύλη Medium diacritics: κορδύλη Low diacritics: κορδύλη Capitals: ΚΟΡΔΥΛΗ
Transliteration A: kordýlē Transliteration B: kordylē Transliteration C: kordyli Beta Code: kordu/lh

English (LSJ)

[ῡ, cf. Lat.

   A cordȳla, Mart.3.2.4, al.: κορδύλα EM485.39], ἡ, club, cudgel, Hsch.    2 bump, swelling, Semon.35, EM310.49.    II wrapping for the head, head-dress, in Cyprian, Sch.Ar. Nu.10, EM310.51.    III = σκορδύλη, Str.12.3.19; κορύδῡλις [ρῠ] in Numen. ap. Ath.7.304e.

Greek (Liddell-Scott)

κορδύλη: ῠ, ἡ, κορύνη, ῥόπαλον, Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως, ὅμοιον τῷ τύλη, οἴδημα, ὄγκωμα, Λατ. tuber, tumor, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. 310. 50. ΙΙ. κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κεφαλόδεσμος, ἐν τῇ Κυπριακῇ διαλέκτῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 10, Ἐτυμολ. Μέγ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὅθεν ἐγκεκορδυλημένος παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. = σκορδύλη, Στράβ. 549, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 120F· κορύδυλις Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 306C.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bosse.
Étymologie: DELG origine obscure.

Greek Monolingual

κορδύλη και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α)
1. ρόπαλο, κορύνη
2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο
3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα του κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος
4. είδος του ψαριού τον(ν)ος, σκορδύλη («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ θύννης καὶ αὐτῆς τῆς πηλαμύδος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κραδάω δεν φαίνεται να δικαιολογείται σημασιολογικά. Έχει θεωρηθεί επίσης προϊόν συμφυρμού τών κόνδυλος και κόρυς ή κορυφή ή κόρση. Η κατάλ. -ύλη ανήκει στην καθομιλουμένη γλώσσα (πρβλ. κανθ-ύλη, σχενδ-ύλη).
ΠΑΡ. αρχ. κορδύλειος, κορδύλος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κορδυβαλλώδης (βλ.λ.)
νεοελλ.
κορδύλουρος, κορδυλοφόρος].