αμίαντος: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:51, 29 September 2017
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (Α ἀμίαντος, -ον)
1. αυτός που δεν μιάνθηκε, αμόλυντος, αγνός, καθαρός
2. αυτός που δεν επιτρέπεται να μιανθεί, άσπιλος, ιερός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η ἀμίαντος
η θάλασσα
2. «ἀμίαντος λίθος», υποπράσινος λίθος, είδος ασβέστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + ἐμίανα, μιαίνω. Στα αρχαία Ελληνικά η φρ. ἀμίαντος λίθος δήλωνε «είδος ασβέστη», λόγω της καθαρότητας του χρώματός του. Στη συνέχεια το επίθ. ἀμίαντος κατά παράλειψη του ουσ. λίθος πέρασε στη Λατινική, πρβλ. amiantus και από εκεί στην ξενική ορολογία της ορυκτολογίας, από όπου και η νεώτερη σημασία του όρου αμίαντος στα νέα Ελληνικά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμίαντο, αμιαντώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμιαντοειδής, αμιαντοτσιμέντο, αμιαντωρυχείο].———————— (II)
ο (Ορυκτ.)
κοινή ονομασία ομάδας ορυκτών με ινώδη μορφή, τα οποία από χημική άποψη είναι ένυδρες πυριτικές ενώσεις του ασβεστίου και κυρίως του μαγνησίου και προέρχονται από εξαλλοίωση του σερπεντίνη και αποτελούν την ινώδη μορφή του.