ἀναίσθητος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(big3_4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no sentido]] θάνατος Th.2.43.<br /><b class="num">II</b> [[imperceptible]] por los sentidos ἀόρατον δὲ καὶ [[ἄλλως]] ἀναίσθητον Pl.<i>Ti</i>.52a, ἀναίσθητα ὑφ' ἡμῶν εἴδη Pl.<i>Ti</i>.51d, τὰ [[γένη]] τῶν χυμῶν ἀναίσθητα Arist.<i>Sens</i>.441<sup>a</sup>3 (= Emp.A 94), τὸ δ' εἰς μακρὰ διανενεμημένον ἀναίσθητον εἶναι Thphr.<i>Sens</i>.63 (= Democr.A 135), ἀναίσθητον ποιεῖν τὴν κρᾶσιν hacer la mezcla imperceptible al gusto</i> Arist.<i>Pol</i>.1262<sup>b</sup>18, ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ en tiempo imperceptible</i> Arist.<i>Ph</i>.222<sup>b</sup>15, cf. <i>Po</i>.1450<sup>b</sup>39.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>[[que no siente]], [[insensible]] de pers., Thrasym.B 1, οἱ γέροντες Anon.Lond.11.29 (= Hippo A 11), ἡ κεφαλή Pl.<i>Ti</i>.75e, κόνις Ph.2.287<br /><b class="num">•</b>de ídolos <i>Ep.Diog</i>.2.4, 3.3, [[ἀναίσθητος]] καὶ [[ἄψυχος]] Plu.2.703c, [[δέρμα]] Arist.<i>HA</i> 517<sup>b</sup>31, ἡ [[ἁφή]] Aret.<i>SD</i> 1.7.12, πνεύματα καὶ ὑποκείμενα ἀναίσθητα M.Ant.12.30<br /><b class="num">•</b>c. gen. ψαύσιος καὶ τρώσιος Aret.<i>SD</i> 2.12.3<br /><b class="num">•</b>compar. ἐν σκύτει καὶ ἐν ξύλῳ καὶ ἐν ἄλλοισι πολλοῖσιν ἅ ἐστιν ἀνθρώπου ἀναισθητότερα Hp.<i>VM</i> 15.<br /><b class="num">2</b> [[que no se da cuenta]], [[que no conoce]], [[desconocedor]] c. gen. κακῶν Pl.<i>Lg</i>.843a, τῆς [[αὐτοῦ]] φύσεως de su propia naturaleza</i> Arr.<i>Epict</i>.2.8.14.<br /><b class="num">3</b> fig. [[sin sentido común]], [[insensato]], [[estúpido]], [[idiota]] ὑμεῖς Th.6.86, Θηβαῖοι D.18.43, cf. Phld.<i>Rh</i>.1.215, Λεύκιος Μαλλέολος, ὃς πάντων ἐδόκει Ῥωμαίων ἀναισθητότατος ὑπάρχειν Plb.36.14.2<br /><b class="num">•</b>subst. neutr. [[la idiotez]], [[la estupidez]] Th.1.69, ἀναισθήτου σημεῖα Arist.<i>Phgn</i>.807<sup>b</sup>19.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[insensiblemente]], [[de manera insensible]] πάντων ἔχειν Hp.<i>Epid</i>.3.17.15, cf. X.<i>Cyn</i>.12.13, Isoc.12.112, Th.1.82, διακεῖσθαι Arist.<i>EE</i> 1231<sup>a</sup>1.<br /><b class="num">2</b> [[insensatamente]] Phld.<i>Rh</i>.5.3F.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no sentido]] θάνατος Th.2.43.<br /><b class="num">II</b> [[imperceptible]] por los sentidos ἀόρατον δὲ καὶ [[ἄλλως]] ἀναίσθητον Pl.<i>Ti</i>.52a, ἀναίσθητα ὑφ' ἡμῶν εἴδη Pl.<i>Ti</i>.51d, τὰ [[γένη]] τῶν χυμῶν ἀναίσθητα Arist.<i>Sens</i>.441<sup>a</sup>3 (= Emp.A 94), τὸ δ' εἰς μακρὰ διανενεμημένον ἀναίσθητον εἶναι Thphr.<i>Sens</i>.63 (= Democr.A 135), ἀναίσθητον ποιεῖν τὴν κρᾶσιν hacer la mezcla imperceptible al gusto</i> Arist.<i>Pol</i>.1262<sup>b</sup>18, ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ en tiempo imperceptible</i> Arist.<i>Ph</i>.222<sup>b</sup>15, cf. <i>Po</i>.1450<sup>b</sup>39.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>[[que no siente]], [[insensible]] de pers., Thrasym.B 1, οἱ γέροντες Anon.Lond.11.29 (= Hippo A 11), ἡ κεφαλή Pl.<i>Ti</i>.75e, κόνις Ph.2.287<br /><b class="num">•</b>de ídolos <i>Ep.Diog</i>.2.4, 3.3, [[ἀναίσθητος]] καὶ [[ἄψυχος]] Plu.2.703c, [[δέρμα]] Arist.<i>HA</i> 517<sup>b</sup>31, ἡ [[ἁφή]] Aret.<i>SD</i> 1.7.12, πνεύματα καὶ ὑποκείμενα ἀναίσθητα M.Ant.12.30<br /><b class="num">•</b>c. gen. ψαύσιος καὶ τρώσιος Aret.<i>SD</i> 2.12.3<br /><b class="num">•</b>compar. ἐν σκύτει καὶ ἐν ξύλῳ καὶ ἐν ἄλλοισι πολλοῖσιν ἅ ἐστιν ἀνθρώπου ἀναισθητότερα Hp.<i>VM</i> 15.<br /><b class="num">2</b> [[que no se da cuenta]], [[que no conoce]], [[desconocedor]] c. gen. κακῶν Pl.<i>Lg</i>.843a, τῆς [[αὐτοῦ]] φύσεως de su propia naturaleza</i> Arr.<i>Epict</i>.2.8.14.<br /><b class="num">3</b> fig. [[sin sentido común]], [[insensato]], [[estúpido]], [[idiota]] ὑμεῖς Th.6.86, Θηβαῖοι D.18.43, cf. Phld.<i>Rh</i>.1.215, Λεύκιος Μαλλέολος, ὃς πάντων ἐδόκει Ῥωμαίων ἀναισθητότατος ὑπάρχειν Plb.36.14.2<br /><b class="num">•</b>subst. neutr. [[la idiotez]], [[la estupidez]] Th.1.69, ἀναισθήτου σημεῖα Arist.<i>Phgn</i>.807<sup>b</sup>19.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[insensiblemente]], [[de manera insensible]] πάντων ἔχειν Hp.<i>Epid</i>.3.17.15, cf. X.<i>Cyn</i>.12.13, Isoc.12.112, Th.1.82, διακεῖσθαι Arist.<i>EE</i> 1231<sup>a</sup>1.<br /><b class="num">2</b> [[insensatamente]] Phld.<i>Rh</i>.5.3F.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναίσθητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει [[αίσθηση]] ή [[αισθητικότητα]]<br /><b>2.</b> [[αμβλύς]], [[νωθρός]] [[κατά]] τις αισθήσεις της ηδονής και του πόνου<br /><b>3.</b> ο [[δίχως]] [[συναίσθηση]], [[απαθής]], [[αδιάφορος]], [[ασυγκίνητος]], [[ανάλγητος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχασε τις αισθήσεις του, [[λιπόθυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[νωθρός]] [[κατά]] την [[αντίληψη]], [[ανόητος]], [[βλάκας]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον αισθάνεται [[κανείς]]<br /><b>3.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀναίσθητον</i><br />η [[αναισθησία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀναισθήτως ἔχω», [[είμαι]] [[αναίσθητος]] ή [[αδιάφορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[αἰσθητός]] <span style="color: red;"><</span> [[αἰσθάνομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναισθησία]], [[αναισθητώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναισθητήριος]], [[αναισθητίαση]], [[αναισθητίζω]], [[αναισθητικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναισθητοποιώ]]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίσθητος Medium diacritics: ἀναίσθητος Low diacritics: αναίσθητος Capitals: ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΣ
Transliteration A: anaísthētos Transliteration B: anaisthētos Transliteration C: anaisthitos Beta Code: a)nai/sqhtos

English (LSJ)

ον,

   A without sense or feeling, Thrasymach. 1, Pl.Ti.75e; ἀ. τινός without sense of a thing, Id.Lg.843a; ἀ. καὶ νεκρός Men.705; ἀ. ψαύσιος καὶ τρώσιος Aret.SD2.12; ἀ. ἡ ἁφή the sense of touch is lost, ib.1.7. Adv. ἀναισθήτως, πάντων ἔχειν Hp. Epid.3.17.ιέ; ἀ. ἔχειν to be insensible or indifferent, Isoc.12.112, cf. Th.1.82; ἀ. διακεῖσθαι Arist.EE1231a1.    2 without perception or common sense, wanting tact, stupid, Th.6.86; οἱ ἀ. Θηβαῖοι those blockheads... D.18.43, cf. Phld.Rh.1.215S.: τὸ ἀναίσθητον, = ἀναισθησία, Th.1.69. Adv. -ως Phld.Rh.1.227S.    II Pass., unfelt, θάνατος Th.2.43.    2 not perceptible by sense, ἀόρατον καὶ ἄλλως ἀ. Pl.Ti.52a, cf. Phld.Piet.20, etc.; ἐν ἀ. χρόνῳ in an unappreciable time, Arist.Ph.222b15, cf. Po.1450b39.

German (Pape)

[Seite 190] 1) unempfindlich, gefühllos, stumpfsinnig, Thuc. 6, 86; τινός, gegen etwas, Plat. Tim. 65 a Legg. VIII, 843 a; σκαιὸς καὶ ἀν. Dem. 18, 120; τὸ ἀν., Stumpfsinn, Thuc. 1, 69. – 2) nicht empfunden, nicht empfindbar, θάνατος Thuc. 2, 43; ἀόρατον καὶ ἀν. Plat. Tim. 52 a, öfter. – Adv. ἀναισθήτως ἔχειν, unempfindlich sein, Plut. Sol. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίσθητος: -ον, ἄνευ αἰσθήσεως ἢ αἰσθητικότητος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Τίμ. 75E, Ξεν. ἀν. τινος, μὴ ἔχων αἴσθησιν πράγματός τινος, Πλάτ. Νόμ. 843A· ἀν. καὶ νεκρὸς Μενάνδρ. Ἄδηλ. 157· ἀν. ἡ ἀφή, ἡ αἴσθησις τῆς ἀφῆς εἶναι ἀναίσθητος, Ἀρετ. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - Ἐπίρρ., ἀναισθήτως πάντων Ἱππ. περὶ Ἐπιδ. 3. 1115· ἀν. ἔχειν, εἶναί τινα ἀναίσθητον ἢ ἀδιάφορον, Ἰσοκρ. 256Α, πρβλ. Θουκ. 1. 82. 2) ἄνευ ἀντιλήψεως ἢ τοῦ κοινοῦ νοῦ, ἀνόητος, ἄκομψος, εὐήθης, αὐτόθι 6. 86· οἱ ἀν. Θηβαῖοι, οἱ βλᾶκες ..., Δημ. 240. 10: - τὸ ἀναίσθητον = ἀναισθησία, Θουκ. 1. 69. ΙΙ. παθ., ὃν δὲν αἰσθάνεταί τις, θάνατος Θουκ. 2. 43· ἀόρατον καὶ ἄλλως ἀναίσθ. Πλάτ. Τίμ. 52A, κτλ. 2) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς τὰς αἰσθήσεις (sensum effugiens Lucret.) Πλάτ. Τίμ. 52Α, κτλ.· ἐν. ἀν. χρόνῳ ἐντὸς χρονικοῦ διαστήματος τὸ ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιληφθῇ, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 7, πρβλ. Ποιητ. τοῦ αὐτοῦ 7. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne sent pas, insensible ; au mor. stupide, grossier ; τὸ ἀναίσθητον THC le manque de perspicacité;
2 qu’on ne sent pas, insensible.
Étymologie: ἀ, αἰσθάνομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I no sentido θάνατος Th.2.43.
II imperceptible por los sentidos ἀόρατον δὲ καὶ ἄλλως ἀναίσθητον Pl.Ti.52a, ἀναίσθητα ὑφ' ἡμῶν εἴδη Pl.Ti.51d, τὰ γένη τῶν χυμῶν ἀναίσθητα Arist.Sens.441a3 (= Emp.A 94), τὸ δ' εἰς μακρὰ διανενεμημένον ἀναίσθητον εἶναι Thphr.Sens.63 (= Democr.A 135), ἀναίσθητον ποιεῖν τὴν κρᾶσιν hacer la mezcla imperceptible al gusto Arist.Pol.1262b18, ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ en tiempo imperceptible Arist.Ph.222b15, cf. Po.1450b39.
III 1que no siente, insensible de pers., Thrasym.B 1, οἱ γέροντες Anon.Lond.11.29 (= Hippo A 11), ἡ κεφαλή Pl.Ti.75e, κόνις Ph.2.287
de ídolos Ep.Diog.2.4, 3.3, ἀναίσθητος καὶ ἄψυχος Plu.2.703c, δέρμα Arist.HA 517b31, ἡ ἁφή Aret.SD 1.7.12, πνεύματα καὶ ὑποκείμενα ἀναίσθητα M.Ant.12.30
c. gen. ψαύσιος καὶ τρώσιος Aret.SD 2.12.3
compar. ἐν σκύτει καὶ ἐν ξύλῳ καὶ ἐν ἄλλοισι πολλοῖσιν ἅ ἐστιν ἀνθρώπου ἀναισθητότερα Hp.VM 15.
2 que no se da cuenta, que no conoce, desconocedor c. gen. κακῶν Pl.Lg.843a, τῆς αὐτοῦ φύσεως de su propia naturaleza Arr.Epict.2.8.14.
3 fig. sin sentido común, insensato, estúpido, idiota ὑμεῖς Th.6.86, Θηβαῖοι D.18.43, cf. Phld.Rh.1.215, Λεύκιος Μαλλέολος, ὃς πάντων ἐδόκει Ῥωμαίων ἀναισθητότατος ὑπάρχειν Plb.36.14.2
subst. neutr. la idiotez, la estupidez Th.1.69, ἀναισθήτου σημεῖα Arist.Phgn.807b19.
IV adv. -ως
1 insensiblemente, de manera insensible πάντων ἔχειν Hp.Epid.3.17.15, cf. X.Cyn.12.13, Isoc.12.112, Th.1.82, διακεῖσθαι Arist.EE 1231a1.
2 insensatamente Phld.Rh.5.3F.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναίσθητος, -ον)
1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα
2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις της ηδονής και του πόνου
3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος
4. αυτός που έχασε τις αισθήσεις του, λιπόθυμος
αρχ.
1. ο νωθρός κατά την αντίληψη, ανόητος, βλάκας
2. αυτός που δεν τον αισθάνεται κανείς
3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀναίσθητον
η αναισθησία
4. φρ. «ἀναισθήτως ἔχω», είμαι αναίσθητος ή αδιάφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἰσθητός < αἰσθάνομαι.
ΠΑΡ. αναισθησία, αναισθητώ
νεοελλ.
αναισθητήριος, αναισθητίαση, αναισθητίζω, αναισθητικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναισθητοποιώ].