ἀναβολή: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(T22) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(ῆς, ἡ ([[ἀναβάλλω]], [[which]] [[see]]), [[often]] in Greek writings, a putting [[off]], [[delay]]: ποιεῖσθαι ἀναβολήν to [[interpose]] ([[literally]], [[make]]) [[delay]], [[Thucydides]] 2,42; [[Dionysius]] [[Halicarnassus]] 11,33; [[Plutarch]], Camill c. 35). | |txtha=(ῆς, ἡ ([[ἀναβάλλω]], [[which]] [[see]]), [[often]] in Greek writings, a putting [[off]], [[delay]]: ποιεῖσθαι ἀναβολήν to [[interpose]] ([[literally]], [[make]]) [[delay]], [[Thucydides]] 2,42; [[Dionysius]] [[Halicarnassus]] 11,33; [[Plutarch]], Camill c. 35). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀναβολή]])<br />[[μετάθεση]] του χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, [[παράταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που ρίχνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[σωρός]] χωμάτων, όχθη ορύγματος<br /><b>2.</b> αυτό που ρίχνεται [[πάνω]] στους ώμους, [[μανδύας]], [[επενδύτης]]<br /><b>3.</b> [[τρόπος]] του να φοράει [[κανείς]] τον [[μανδύα]]<br /><b>4.</b> μουσικό [[προοίμιο]], [[ανάκρουσμα]], διθυραμβική ωδή<br /><b>5.</b> [[άνοδος]], [[ανάβαση]]<br /><b>6.</b> [[ανύψωση]], «[[φούσκωμα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναβάλλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀναβολάδιον]], [[ἀναβόλαιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναβόλα]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
poet. ἀμβολή, ἡ : (ἀναβάλλω): I of things: 1 that which is thrown up, mound of earth, bank, X.An.5.2.5, D.S.17.95; ἀ. χωμάτων casting up of dykes, Arch.Pap.6.132 (Denderah); διωρύγων PAmh.2.91.11 (pl.). 2 that which is thrown back over the shoulder, mantle, Pl.Prt.342c<*> PPetr.3p.48 (iii B. C.), LXX Ne.5.13, al.; of the toga, Nic.Dam. p.119D.: also, fashion of wearing a cloak, Luc.Somn.6. II of actions, 1 striking up, prelude on the lyre preliminary to singing, ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένη, addressed to the lyre, Pi.P.1.4; esp. of dithyramb, Eup.5D.: hence, rambling dithyrambic ode, Ar.Av.1385, cf. Pax830, Arist.Rh.1409b25; cf. ἀναβάλλω B. I. 2 putting off, delaying, οὐκέτι ἐς ἀναβολὰς ἐποιεῦντο τὴν ἀποχώρησιν Hdt.8.21; ὅ τι μέλλετε . . μὴ ἐς ἀ. πράσσετε Th.7.15; οὐκ ἐς ἀμβολάς without delay, E.Heracl.270; ἐς μηδεμίαν ἀ. PAmh. 2.34i.5; ἐν ταῖς ἀ. τῶν κακῶν ἔνεστ' ἄκη E.HF93; ἐπὶ ἀναβολῇ πρᾶσιν, ὠνὴν ποιεῖσθαι sell, buy on credit, Pl.Lg.915e; ἀναβολήν τινος ποιεῖσθαι Th.2.42; ποιεῖν Pl.Smp.201d; εἰς τὸ γῆρας ἀναβολὰς ποιεῖν Men. 235.8; δακρύοις . . ἐμποιεῖν ἀ. τῷ πάθει Id.599; ἀναβολὰν λαβόντες ἔτη τρία IG9(2).205.22 (Thess.). b deferred payment, εὐχρηστήσας σῖτον ἐπ' ἀναβολῇ Ἀρχ.Ἐφ. 1912.60 (Gonni). 3 ἀ. δίκης ἐπὶ τὸν βασιλέα reference, appeal, Str.13.1.55. 4 lifting, hence, removal, of tumours, Antyll. ap. Orib.45.2.6. III intr., going up, ascent, way up, ἀ. τῶν Ἄλπεων Plb.3.39.9, etc.; τὴν ἀ. ποιεῖσθαι 50.3. 2 bubbling up, πομφολύγων Arist.Pr.936b1, Thphr.Ign.16; of the Nile, sources, ἀμβολαί CIG4924 (Philae).
German (Pape)
[Seite 181] ἡ, 1) der Erdaufwurf, Xen. An. 5, 2, 5; neben τάφρος ἀναβεβλημένη Diod. Sic. 17, 95. – 2) der Hinausgang, αἱ εἰς τὸ ὄρος ἀναβολαί Pol. 5, 54, 7; πρὸς τὰσἌλπεις 3, 50 u. öfter; τὴν ἀναβολὴν ποιεῖσθαι, hinaufsteigen, 3, 50, 3. – 3) Am häufigsten: Aufschub, ἀναβολὴν ποιεῖν τινος, den Aufschub von etwas bewirken, Plat. Conv. 201 b; ἐς ἀναβολὰς ποιεῖσθαί τι, etwas aufschieben, Her. 8, 21, womit εὐθὺς καὶ μὴ εἰς ἀναβολὰς πράττετε Thuc. 7, 15 u. Eur. Heracl 271 οὐκ ἐς ἀμβολὰς ἀλλ' ἤδη, wie Plut. Dem. 50 zu vgl.; ebenso ἀναβολήν τινος ποιεῖσθαι Thuc. 2, 42; ἀναβολὰς ποιεῖσθαι εἰς γῆρας Men. Stob. Flor. 63, 13; μηδ' ἐπὶ ἀναβολῇ πρᾶσιν ποιεῖσθαι, den Verlauf nicht aufschieben, Plat. Legg. XI, 915 b; vgl. Dem. 48, 20, neben προφασίζομαι. – 4) Umwurf, Kleid, Plat. Prot. 342 c. – 5) Anfang des Gesanges, bes. Präludium der Dithyrambendichter, Ar. Pax 830 Av. 1385; Arist. rhet. 3, 9. Bei Philostr. übh. ἐν ἀναβολῇ, zu Anfang. S. ἀμβολαί – 6) in der Gerichtssprache, Appellation.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. (ἀνά de bas en haut);
1 levée de terre, hauteur;
2 manteau qu’on jette sur ses épaules ; port de ce manteau;
3 prélude sur la lyre;
II. (ἀνά en arrière) délai : ἀναβολὴν ποιεῖσθαι différer qch ; ἐς ἀναβολὰς ποιεῖσθαι, πράττειν remettre pour faire qch, pour agir ; abs. οὐκ εἰς ἀναβολάς sans délai.
Étymologie: ἀναβάλλω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἀμβολά Pi.P.1.4, B.Fr.15.1, E.Heracl.270, SB 9934.29 (Cirene II/I a.C.)
A I1extracción de tierra, terraplén X.An.5.2.5, D.S.17.95, χωμάτων para hacer diques SB 7381 (I a.C.), PLond.131.94, POxy.1685.18
•limpieza, dragado de canales PRyl.172.11, PPanop.9.5 (IV a.C.), PAmh.2.91.11.
2 extirpación, ablación de un tumor, Antyll. en Orib.45.2.6
•acción de arrancar hierbas, escarda τῶν ἀκανθῶν POxy.909.25 (III a.C.).
II 1brote τῶν πομφολύγων Arist.Pr.936b1, Thphr.Ign.16
•fuentes del Nilo (?) IPh.1441.3.
2 ascensión, subida τῶν Ἄλπεων Plb.3.39.9, 3.50.3
•fig. elevación de una instancia o asunto apelación ἀναβολὴ τῆς δίκης ἐπὶ τὸν βασιλέα Str.13.1.55.
III 1colocación de ladrillos IG 22.1661.7
•acción de poner o esparcir τὴν δὲ ἀναβολὴν ποιήσονται ἀπὸ τῶν ἐθίμων ἀναβολῶν deberán esparcir (el mantillo alrededor de las cepas) de los montones preparados al efecto, POxy.729.1 (II a.C.).
2 acarreo, transporte de trigo εἰς θησαυρούς SB 7515.495 (II a.C.).
3 vuelo del manto cuando se echa sobre el hombro ἀ. τοῦ ἱματίου PPetr.3.21.g.21, Vit.Aesop.G 28
•formando un hatillo, POxy.741.13 (II a.C.)
•modo de llevar el manto, aire εὐπρεπὴς καὶ κόσμιος τὴν ἀναβολήν Luc.Somn.6
•manto corto βραχείας ἀναβολὰς φοροῦσιν Pl.Prt.342c, PTeb.413.10 (II/III a.C.)
•toga ἥπτετο τῆς ἀναβολῆς Nic.Dam.Vit.Caes.88.
IV preludio musical ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα Pi.P.1.4, cf. esp. en el ditirambo, Eup.76A, Ar.Au.1385, 1386, Pax 830, Arist.Rh.1409b25.
B 1retraso, dilación οὐκέτι ἐς ἀναβολάς sin demora Hdt.8.21, E.Heracl.210, cf. Isoc.Ep.1.10, PAmh.34(d).6 (III a.C.), Phld.Lib.p.45
•aplazamiento, demora οὐχ ἕδρας οὐδ' ἔργον ἀμβολᾶς B.Fr.15.1, φιλικὸν δὲ τὴν ἀναβολὴν ἔχει pero el retraso (en pagar la deuda) es amistoso Arist.EN 1162b29, πρὸς ἀναβολὴν ζῶσιν viven en perpetuo aplazamiento (los no epicúreos) Phld.Herc.1251.19.16, τῆς ἐντεύξεως I.BI 7.69, cf. AI 3.48, 6.134, πρόφασιν γάρ μοι οὐδὲ ἀναβολὴν ἔχεις γε no tienes disculpa ni (posibilidad de) demora, SB 10561.44 (III a.C.), ἀναβολὴν ἐποίησε difirió, aplazó Pl.Smp.201d, cf. E.Fr.317.2, Th.2.42, Plu.2.118c, Act.Ap.25.17
•de una venta o compra a crédito μηδ' ἐπὶ ἀναβολῇ πρᾶσιν μηδὲ ὠνὴν ποιεῖσθαι Pl.Lg.915e.
2 pago atrasado, atraso εὐχρηστήσας σῖτον ἐπ' ἀναβολῇ, Ἀρχ.Ἐφ. 1912.60 (Gonos).
English (Strong)
from ἀναβάλλομαι; a putting off: delay.
English (Thayer)
(ῆς, ἡ (ἀναβάλλω, which see), often in Greek writings, a putting off, delay: ποιεῖσθαι ἀναβολήν to interpose (literally, make) delay, Thucydides 2,42; Dionysius Halicarnassus 11,33; Plutarch, Camill c. 35).
Greek Monolingual
η (Α ἀναβολή)
μετάθεση του χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση
αρχ.
1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος
2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης
3. τρόπος του να φοράει κανείς τον μανδύα
4. μουσικό προοίμιο, ανάκρουσμα, διθυραμβική ωδή
5. άνοδος, ανάβαση
6. ανύψωση, «φούσκωμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβάλλω.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀναβολάδιον, ἀναβόλαιον
νεοελλ.
αναβόλα].