ἄφαντος: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(T22)
(7)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀφαντον (from φαίνομαι), taken [[out]] of [[sight]], made [[invisible]]: [[ἄφαντος]] ἐγένετο ἀπ' αὐτῶν, he departed from [[them]] [[suddenly]] and in a [[way]] [[unseen]], he [[vanished]], [[Homer]] [[down]]; [[later]] in [[prose]] writings [[also]]; Diodorus 4,65 ἐμπεσών [[εἰς]] τό [[χάσμα]] ... [[ἄφαντος]] ἐγένετο, [[Plutarch]], orac. def. c. 1. Sometimes angels, withdrawing [[suddenly]] from [[human]] [[view]], are said ἀφανεῖς γίνεσθαι: 2 Maccabees 3:34; Acta Thom. §§ 27,43.)  
|txtha=ἀφαντον (from φαίνομαι), taken [[out]] of [[sight]], made [[invisible]]: [[ἄφαντος]] ἐγένετο ἀπ' αὐτῶν, he departed from [[them]] [[suddenly]] and in a [[way]] [[unseen]], he [[vanished]], [[Homer]] [[down]]; [[later]] in [[prose]] writings [[also]]; Diodorus 4,65 ἐμπεσών [[εἰς]] τό [[χάσμα]] ... [[ἄφαντος]] ἐγένετο, [[Plutarch]], orac. def. c. 1. Sometimes angels, withdrawing [[suddenly]] from [[human]] [[view]], are said ἀφανεῖς γίνεσθαι: 2 Maccabees 3:34; Acta Thom. §§ 27,43.)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφαντος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαφανίστηκε<br /><b>2.</b> [[αφανής]], [[αόρατος]]<br /><b>3.</b> [[αφανής]], [[άσημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απρεπής]], [[αταίριαστος]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασαφής]], [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἄφαντα</i><br />[[μυστικά]], [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>φαντος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φαν</i>-, <i>εφάνην</i> (αόρ. του [[φαίνομαι]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[νυκτίφαντος]], [[τηλέφαντος]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφαντος Medium diacritics: ἄφαντος Low diacritics: άφαντος Capitals: ΑΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: áphantos Transliteration B: aphantos Transliteration C: afantos Beta Code: a)/fantos

English (LSJ)

ον, (φαίνομαι)

   A made invisible, blotted out, ἀκήδεστοι καὶ ἄ. Il.6.60; ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄ. ὄληται 20.303, etc.; hidden, ἄ. ἕρμα A.Ag.1007 (lyr.); ἔφην' ἄφαντον φῶς S.Ph.297; ἄ. ἔπελες Pi.O.1.46; ἐκ βροτῶν ἄ. βῆναι S.OT832; ἁνὴρ ἄ. ἐκ . . στρατοῦ he has disappeared, A.Ag.624; ἄ. οἴχεσθαι ib.657, Jul.Or.2.59a; ἔρρειν S.OT560; ἀρθεῖσ' ἄ. E.Hel.606; ἐκ χερῶν Id.Hipp.827 (lyr.); ἴχνος πλατᾶν ἄ. disappearing, A.Ag.695 (lyr.); invisible, νύξ Parm.9.3.    2 in secret, ἄφαντα βρέμειν Pi.P.11.30.    3 obscure, Id.N.8.34; θεοῖς δῆλος θνητοῖσι δ' ἄ. Epimenid.II.—Poet. and late Prose, ἄ. γενέσθαι D.S.3.60, 4.65, Ev.Luc.24.31; τὰ ἄφαντα φήναντες Aristid.1.260 J., cf. Sch.Arat. 899.

German (Pape)

[Seite 407] unsichtbar, verdunkelt, verschwunden, wie ἀφανής; nur bei Dichtern; Hom. Iliad. 6, 60. 20, 303; bes. Tragg.; ἄφαντον φῶς, unerwartet, Soph. Phil. 297.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφαντος: -ον, (φαίνομαι) ὁ καταστὰς ἀφανής, ἀόρατος, ὁ ἐξαφανισθείς, «λησμονημένος», ἀκήδεστοι καὶ ἄφ. Ἰλ. Ζ. 60· ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄφ. ὄληται Υ. 303, κτλ.· κεκκρυμένος, ἄφ. ἕρμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1007· ἔφην ἄφαντον φῶς (silicis venis abstrusum excudit ignem), Σοφ. Φιλ. 297· ἀφ. ἔπελες Πινδ. Ο. 1. 72· ἐκ βροτῶν ἀφ βῆναι Σοφ. Ο.Τ. 382· ἀνὴρ ἄφαντος ἐκ… στρατοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 624· ἀφ. οἴχεσθαι, ἔρρειν, = ἀφανισθῆναι αὐτόθι 657. Σοφ. Ο. Τ. 560· ἀρθεῖσ’ ἄφαντος Εὐρ. Ἑλ. 606· ἐκ χερῶν ὁ αὐτ. Ἱππ. 827· ἴχνος ἀφ. πλατᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 695· 2) ἐν κρυπτῷ ἄφαντ. βρέμειν Πινδ. 11. 11, 46. 3) σκοτεινός, ἄσημος, ἀφανής, Πινδ. Ν. 8. 58. Μόνον ποιητ. λέξις καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on ne voit pas, invisible, caché;
2 qu’on ne voit plus, disparu, anéanti ; ἄφαντον οἴχεσθαι ou ἔρρειν ESCHL, SOPH disparaître, s’anéantir ; oublié.
Étymologie: ἀ, φαίνω.

English (Autenrieth)

(φαίνω): unseen, ‘leaving no trace,’ (Il.)

English (Slater)

ᾰφαντος
   1 not to be seen ὥς δ' ἄφαντος ἔπελες (O. 1.46) met., obscure m. pl. pro subs., (πάρφασις)· ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν (N. 8.34) n. sing. pro adv., out of sight, unseen, ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει (P. 11.30)

Spanish (DGE)

-ον
I 1desaparecido, exterminado, que no deja huella esp. de muertos ἀκήδεστοι καὶ ἄφαντοι los troyanos Il.6.60, ὄφρα μὴ ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄ. ὄληται para que no perezca la estirpe sin descendencia ni rastro, Il.20.303, ἄ. ἔπελες desapareciste Pi.O.1.46, ἀνὴρ ἄ. ἐξ ... στρατοῦ A.A.624, ᾤχοντ' ἄφαντοι A.A.657, cf. E.Or.1557, Theoc.4.5, Iul.Or.3.59a, ἄ. ἔρρει S.OT 560, ἀρθεῖσ' ἄ. E.Hel.606, ἐκ χερῶν ἄ. εἶ E.Hipp.828, αὐτὸς ἄ. ἐγένετο ἀπ' αὐτῶν Eu.Luc.24.31.
2 inadvertido, no visto ἄφαντοι δυσόμεσθ' E.HF 874, διαπρὸ δωμάτων ἄ. E.Or.1496, ὁ μὲν ἦεν ἄ. Nonn.D.45.325
fig. desconocido, sin fama τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ... σαθρόν Pi.N.8.34.
II obscuro, sin luz θύελλαι Alc.298.26, νύξ ἄ. Parm.B 9.2, op. φανερός E.El.1191
neutr. como adv. en la obscuridad ἄφαντον βρέμει Pi.P.11.30.
III invisible θεοῖς δῆλος, θνητοῖσι δ' ἄ. (γαίης ὀμφαλός) Epimenid.B 11, ἴχνος πλατᾶν ἄφαντον la huella invisible de los remos A.A.695, ἄφαντον ἕρμα invisible escollo A.A.1006, ἄφαντον φῶς S.Ph.297, γίνετ' ἄ. ὅλη una nebulosa, Arat.900.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of φαίνω; non-manifested, i.e. invisible: vanished out of sight.

English (Thayer)

ἀφαντον (from φαίνομαι), taken out of sight, made invisible: ἄφαντος ἐγένετο ἀπ' αὐτῶν, he departed from them suddenly and in a way unseen, he vanished, Homer down; later in prose writings also; Diodorus 4,65 ἐμπεσών εἰς τό χάσμα ... ἄφαντος ἐγένετο, Plutarch, orac. def. c. 1. Sometimes angels, withdrawing suddenly from human view, are said ἀφανεῖς γίνεσθαι: 2 Maccabees 3:34; Acta Thom. §§ 27,43.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφαντος, -ον)
1. αυτός που εξαφανίστηκε
2. αφανής, αόρατος
3. αφανής, άσημος
νεοελλ.
1. απρεπής, αταίριαστος
2. ανόητος, απερίσκεπτος
αρχ.
1. ασαφής, σκοτεινός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἄφαντα
μυστικά, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φαντος < φαν-, εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)
πρβλ. νυκτίφαντος, τηλέφαντος.