βοηλάτης: Difference between revisions
(big3_9) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. βοηλάτας Pi.<i>O</i>.13.19<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[aguijoneador de la res]] β. μύωψ A.<i>Supp</i>.307.<br /><b class="num">2</b> de donde [[conductor de ganado]] β. διθύραμβος en la procesión sacrificial, Pi.l.c., cf. Hld.3.2.1.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> [[boyero]], [[vaquero]], [[pastor de ganado]] Pl.<i>Plt</i>.261d, Plu.<i>Cat.Ma</i>.4, Ael.<i>VH</i> 9.23<br /><b class="num">•</b>en una expedición milit., D.Chr.12.17<br /><b class="num">•</b>[[conductor de carreta de bueyes]], [[carretero]] Lys.7.19, <i>PLond</i>.1177.112, 119 (II d.C.), <i>PAmh</i>.155.3 (V d.C.) en <i>BL</i> 1.5.<br /><b class="num">2</b> [[abigeo]] de Hermes, S.<i>Fr</i>.314.123, <i>AP</i> 11.176 (Lucill.)<br /><b class="num">•</b>de Heracles, Lyc.1346. | |dgtxt=-ου<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. βοηλάτας Pi.<i>O</i>.13.19<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[aguijoneador de la res]] β. μύωψ A.<i>Supp</i>.307.<br /><b class="num">2</b> de donde [[conductor de ganado]] β. διθύραμβος en la procesión sacrificial, Pi.l.c., cf. Hld.3.2.1.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> [[boyero]], [[vaquero]], [[pastor de ganado]] Pl.<i>Plt</i>.261d, Plu.<i>Cat.Ma</i>.4, Ael.<i>VH</i> 9.23<br /><b class="num">•</b>en una expedición milit., D.Chr.12.17<br /><b class="num">•</b>[[conductor de carreta de bueyes]], [[carretero]] Lys.7.19, <i>PLond</i>.1177.112, 119 (II d.C.), <i>PAmh</i>.155.3 (V d.C.) en <i>BL</i> 1.5.<br /><b class="num">2</b> [[abigeo]] de Hermes, S.<i>Fr</i>.314.123, <i>AP</i> 11.176 (Lucill.)<br /><b class="num">•</b>de Heracles, Lyc.1346. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βοηλάτης]], ο (θηλ. -άτις, η) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης<br /><b>2.</b> ο [[βουκόλος]]<br /><b>3.</b> (για τον οίστρο) [[εκείνος]] που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν<br /><b>4.</b> (για τη [[βουκέντρα]]) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[βοηλάτης]] [[διθύραμβος]]» — [[διθύραμβος]] του οποίου ο [[ποιητής]] κερδίζει ταύρο ως [[βραβείο]] ή ο [[οποίος]] έχει [[σχέση]] με τη [[λατρεία]] του Διονύσου-Ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] (<i>βοός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]], με [[επίδραση]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -<i>η</i>- (-<i>ηλάτης</i>) του β' συνθετικού (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμαξηλάτης]], [[αρματηλάτης]], [[ιππηλάτης]], [[ξενηλάτης]], [[στρατηλάτης]] <b>κ.ά.</b>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, fem. βοηλ-άτις, ιδος, ἡ· (βοῦς, ἐλαύνω):—
A one that drives away oxen, cattle-lifter, S.Ichn.117, AP11.176 (Lucill.). II ox-driving, ῥάβδος APl.4.200 (Mosch.); ox-tormenting, μύωψ A.Supp.307. III cattle-driver, Lys.7.19, Pl.Plt.261d, PLond.3.1177.112 (ii A. D.). IV β. διθύραμβος the dithyramb which gains a bull for the prize, Pi.O.13.19.
German (Pape)
[Seite 451] ὁ, 1) Rinder wegtreibend, raubend, Lucill. 41 (XI, 176); Lycophr. 1346. – 2) Ochsen treibend, stechend, μύωψ Aesch. Suppl. 608; Ochsenhirt, Plat. Polit. 261 d; der Ackermann mit seinem Gespann, Lys. 7, 19. – 3) διθύραμβος Pind. Ol. 13, 19, einen Ochsen als Siegespreis davontragend.
Greek (Liddell-Scott)
βοηλάτης: -ου, ὁ, θηλ. –ηλάτις, ιδος, ἡ, (βοῦς, ἐλαύνω) = ὁ ἀπάγων βοῦς, κλέπτης βοῶν, Ἀνθ. II. 11. 176. ΙΙ. ὁ τοὺς βοῦς κεντῶν, ἀναγκάζων, ἐρεθίζων, ῥάβδος Ἀνθ. Πλαν. 200 · ὁ τοὺς βοῦς βασανίζων, μύωψ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307. ΙΙΙ. ὁ βόσκων βοῦς, Λυσ. 110. 7, Πλάτ. Πολιτ. 261D. IV. ἐν Πινδ. Ο. 13. 26, β. διθύραμβος, ὅστις κερδαίνει ταῦρον ὡς βραβεῖον · ἢ δυνατὸν ἡ λέξις νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Διονύσου Ταύρου · ἴδε Donaldson ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
litt. qui pousse des bœufs devant soi, d’où
I. qui aiguillonne les bœufs ; d’où
1 laboureur;
2 qui pique et tourmente les bœufs (taon);
II. qui conduit des bœufs, conducteur d’un attelage de bœufs.
Étymologie: βοῦς, ἐλαύνω.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): dór. βοηλάτας Pi.O.13.19
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1aguijoneador de la res β. μύωψ A.Supp.307.
2 de donde conductor de ganado β. διθύραμβος en la procesión sacrificial, Pi.l.c., cf. Hld.3.2.1.
II subst.
1 boyero, vaquero, pastor de ganado Pl.Plt.261d, Plu.Cat.Ma.4, Ael.VH 9.23
•en una expedición milit., D.Chr.12.17
•conductor de carreta de bueyes, carretero Lys.7.19, PLond.1177.112, 119 (II d.C.), PAmh.155.3 (V d.C.) en BL 1.5.
2 abigeo de Hermes, S.Fr.314.123, AP 11.176 (Lucill.)
•de Heracles, Lyc.1346.
Greek Monolingual
βοηλάτης, ο (θηλ. -άτις, η) (Α)
1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης
2. ο βουκόλος
3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν
4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν
5. φρ. «βοηλάτης διθύραμβος» — διθύραμβος του οποίου ο ποιητής κερδίζει ταύρο ως βραβείο ή ο οποίος έχει σχέση με τη λατρεία του Διονύσου-Ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -ηλάτης < ελαύνω, με επίδραση του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η- (-ηλάτης) του β' συνθετικού (πρβλ. αμαξηλάτης, αρματηλάτης, ιππηλάτης, ξενηλάτης, στρατηλάτης κ.ά.)].