δέομαι: Difference between revisions
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(T22) |
(8) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[δέος]]) δέους, τό ([[δείδω]]) (from [[Homer]] [[down]]), [[fear]], [[awe]]: [[μετά]] εὐλαβείας καί δέους, L T Tr WH. [ SYNONYMS: [[δέος]] ([[apprehension]]), [[φόβος]] ([[fear]]): Ammonius [[under]] the [[word]] [[δέος]] says [[δέος]] καί [[φόβος]] διαφέρει. [[δέος]] [[μέν]] [[γάρ]] ἐστι [[πολυχρόνιος]] κακοῦ [[ὑπόνοια]]. [[φόβος]] δέ ἡ [[παραυτίκα]] [[πτόησις]]. [[Plato]] ([[Laches]], p. 198b.): [[δέος]] [[γάρ]] [[εἶναι]] προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ. Cf. Stallbaum on [[Plato]] s Protag., p. 167; Schmidt, [[chapter]] 139; and [[see]] [[under]] the [[word]] [[δειλία]].] | |txtha=([[δέος]]) δέους, τό ([[δείδω]]) (from [[Homer]] [[down]]), [[fear]], [[awe]]: [[μετά]] εὐλαβείας καί δέους, L T Tr WH. [ SYNONYMS: [[δέος]] ([[apprehension]]), [[φόβος]] ([[fear]]): Ammonius [[under]] the [[word]] [[δέος]] says [[δέος]] καί [[φόβος]] διαφέρει. [[δέος]] [[μέν]] [[γάρ]] ἐστι [[πολυχρόνιος]] κακοῦ [[ὑπόνοια]]. [[φόβος]] δέ ἡ [[παραυτίκα]] [[πτόησις]]. [[Plato]] ([[Laches]], p. 198b.): [[δέος]] [[γάρ]] [[εἶναι]] προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ. Cf. Stallbaum on [[Plato]] s Protag., p. 167; Schmidt, [[chapter]] 139; and [[see]] [[under]] the [[word]] [[δειλία]].] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[δέομαι]])<br />[[κάνω]] [[δέηση]], [[ικετεύω]], [[προσεύχομαι]] («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] [[κάτι]] («ἐδέοντο βοηθείας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]]<br />(«[[μηδὲ]] δεῑσθαι τοῡ ἀπηγορευμένου» — [[ούτε]] να επιθυμεί το απαγορευμένο)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («ἐμοῡ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῑν, «ἐδεήθη Καίσαρος [[ὅπως]] αὐτὴν ἐάση...»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(μτχ. ενεστ.) <i>οι δεόμενοι</i><br />[[έτσι]] καλούνται από τη [[στάση]] τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων της Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβών<br /><b>αρχ.</b><br />οι φτωχοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>δέω</i> (Ι)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 547] fürchten, Aesch. Pers. 686 (v. l. δείομαι) c. inf.; es ist wohl δίομαι zu lesen. bitten, bedürfen, s. δέω.
French (Bailly abrégé)
English (Slater)
δέομαι
1 lack c. gen. ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.13)
Spanish (DGE)
v. 2 δέω.
δοκῶ Hsch. (prob. f.l. por δέαμαι).
English (Strong)
middle voice of δέω; to beg (as binding oneself), i.e. petition: beseech, pray (to), make request. Compare πυνθάνομαι.
English (Thayer)
(δέος) δέους, τό (δείδω) (from Homer down), fear, awe: μετά εὐλαβείας καί δέους, L T Tr WH. [ SYNONYMS: δέος (apprehension), φόβος (fear): Ammonius under the word δέος says δέος καί φόβος διαφέρει. δέος μέν γάρ ἐστι πολυχρόνιος κακοῦ ὑπόνοια. φόβος δέ ἡ παραυτίκα πτόησις. Plato (Laches, p. 198b.): δέος γάρ εἶναι προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ. Cf. Stallbaum on Plato s Protag., p. 167; Schmidt, chapter 139; and see under the word δειλία.]
Greek Monolingual
(AM δέομαι)
κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)
αρχ.-μσν.
έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας»)
αρχ.
1. επιθυμώ
(«μηδὲ δεῑσθαι τοῡ ἀπηγορευμένου» — ούτε να επιθυμεί το απαγορευμένο)
2. παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι («ἐμοῡ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῑν, «ἐδεήθη Καίσαρος ὅπως αὐτὴν ἐάση...»)
αρχ.-μσν.
(μτχ. ενεστ.) οι δεόμενοι
έτσι καλούνται από τη στάση τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων της Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβών
αρχ.
οι φτωχοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέω (Ι)].