διαφθαρτικός: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[destructivo]] φάρμακον Arist.<i>Pr</i>.865<sup>a</sup>8, Poll.5.132, c. gen. δ. τῆς ψυχῆς Apollon.<i>Lex</i>.s.u. θυμοραϊστής.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[destructivo]] φάρμακον Arist.<i>Pr</i>.865<sup>a</sup>8, Poll.5.132, c. gen. δ. τῆς ψυχῆς Apollon.<i>Lex</i>.s.u. θυμοραϊστής.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαφθαρτικός]] -ή, -όν (Α)<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφθαρτικός Medium diacritics: διαφθαρτικός Low diacritics: διαφθαρτικός Capitals: ΔΙΑΦΘΑΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaphthartikós Transliteration B: diaphthartikos Transliteration C: diafthartikos Beta Code: diafqartiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A destructive, fatal, Arist.Pr.865a8, Poll.5.132.

German (Pape)

[Seite 611] ή, όν, verderblich, φάρμακον Poll. 5, 132.

Greek (Liddell-Scott)

διαφθαρτικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 47, Πολυδ. Ε΄, 132.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
destructivo φάρμακον Arist.Pr.865a8, Poll.5.132, c. gen. δ. τῆς ψυχῆς Apollon.Lex.s.u. θυμοραϊστής.

Greek Monolingual

διαφθαρτικός -ή, -όν (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός.