διεκφεύγω: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[escapar de]] o [[evitar]] τὰς χεῖρας ἡμῶν I.<i>BI</i> 13.495 (var.), τὸν ἄνδρα Plu.<i>Cic</i>.20, κακίαν ... τῷ νοῦν ἔχοντι διεκφυγεῖν ἐστι el que está dotado de intelecto puede escapar del vicio</i>, <i>Corp.Herm</i>.12.7, τὸν μεθ' ἡμῶν κλῆρον Ps.Callisth.3.21Γ (p.370), τὸν κίνδυνον Vett.Val.103.21, τὸ πολύσημον τῆς τοῦ γενητοῦ φωνῆς Phlp.<i>Aet</i>.173.13.<br /><b class="num">2</b> local [[escapar a través de]], [[huir cruzando]] c. ac. διὲκ πέτρας φυγέειν escapar a través de las piedras</i> A.R.2.616 (tm.), c. gen. τῶν λίνων D.P.<i>Au</i>.2.5. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[escapar de]] o [[evitar]] τὰς χεῖρας ἡμῶν I.<i>BI</i> 13.495 (var.), τὸν ἄνδρα Plu.<i>Cic</i>.20, κακίαν ... τῷ νοῦν ἔχοντι διεκφυγεῖν ἐστι el que está dotado de intelecto puede escapar del vicio</i>, <i>Corp.Herm</i>.12.7, τὸν μεθ' ἡμῶν κλῆρον Ps.Callisth.3.21Γ (p.370), τὸν κίνδυνον Vett.Val.103.21, τὸ πολύσημον τῆς τοῦ γενητοῦ φωνῆς Phlp.<i>Aet</i>.173.13.<br /><b class="num">2</b> local [[escapar a través de]], [[huir cruzando]] c. ac. διὲκ πέτρας φυγέειν escapar a través de las piedras</i> A.R.2.616 (tm.), c. gen. τῶν λίνων D.P.<i>Au</i>.2.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α) [[εκφεύγω]]<br /><b>1.</b> [[ξεφεύγω]] [[μέσα]] από [[κάτι]], [[διαφεύγω]]<br /><b>2.</b> (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται [[κίνδυνος]]) [[ξεφεύγω]], [[ξεγλιστρώ]] («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αναφορικά με τη [[νόηση]]) [[ξεπερνώ]] τη διανοητική [[ικανότητα]] κάποιου, δεν μπορεί να μέ καταλάβει («η [[θεωρία]] της σχετικότητας διεκφεύγει τα όρια της συνηθισμένης μάθησης»)<br /><b>αρχ.</b><br />(αναφορικά με [[πάθος]] ή [[ελάττωμα]]) [[αποφεύγω]], απαλλάσσομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
strengthd. for ἐκφεύγω, Plu.Cam.27 (v.l.);
A κακίαν Corp.Herm.12.7; διὲκ πέτρας φ. A.R.2.616.
German (Pape)
[Seite 618] (s. φεύγω), entfliehen; τὸν κίνδυνον Plut. Camill. 27.
Greek (Liddell-Scott)
διεκφεύγω: ἐπιτεταμ. ἐκφεύγω, Πλούτ. Καμίλλ. 27˙ διὲκ πέτρας φ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 616.
French (Bailly abrégé)
ao.2 part. διεκφυγόντες;
échapper à, éviter, acc..
Étymologie: διά, ἐκφεύγω.
Spanish (DGE)
1 escapar de o evitar τὰς χεῖρας ἡμῶν I.BI 13.495 (var.), τὸν ἄνδρα Plu.Cic.20, κακίαν ... τῷ νοῦν ἔχοντι διεκφυγεῖν ἐστι el que está dotado de intelecto puede escapar del vicio, Corp.Herm.12.7, τὸν μεθ' ἡμῶν κλῆρον Ps.Callisth.3.21Γ (p.370), τὸν κίνδυνον Vett.Val.103.21, τὸ πολύσημον τῆς τοῦ γενητοῦ φωνῆς Phlp.Aet.173.13.
2 local escapar a través de, huir cruzando c. ac. διὲκ πέτρας φυγέειν escapar a través de las piedras A.R.2.616 (tm.), c. gen. τῶν λίνων D.P.Au.2.5.
Greek Monolingual
(Α) εκφεύγω
1. ξεφεύγω μέσα από κάτι, διαφεύγω
2. (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται κίνδυνος) ξεφεύγω, ξεγλιστρώ («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», Πλούτ.)
νεοελλ.
(αναφορικά με τη νόηση) ξεπερνώ τη διανοητική ικανότητα κάποιου, δεν μπορεί να μέ καταλάβει («η θεωρία της σχετικότητας διεκφεύγει τα όρια της συνηθισμένης μάθησης»)
αρχ.
(αναφορικά με πάθος ή ελάττωμα) αποφεύγω, απαλλάσσομαι.