ἰχνεύω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(SL_1)
(18)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἰχνεύω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[follow]] in the footsteps of c. acc., met., παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς (-εᾰων Bergk, met. gratia) (P. 8.35)
|sltr=[[ἰχνεύω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[follow]] in the footsteps of c. acc., met., παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς (-εᾰων Bergk, met. gratia) (P. 8.35)
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἰχνεύω]])<br />[[αναζητώ]] τα ίχνη, [[ψάχνω]] για τα ίχνη κάποιου, [[ανιχνεύω]], [[ιχνηλατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[ζητώ]] να βρω [[κάτι]], [[αναζητώ]]<br /><b>2.</b> [[βαδίζω]] στα ίχνη κάποιου, [[μιμούμαι]], [[αναπτύσσω]] [[άμιλλα]] [[προς]] κάποιον («ἰχνεύων ματραδελφεούς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἰχνεύω]] τὰ ὄρη» — [[τριγυρίζω]] τα βουνά κυνηγώντας (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴχνος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιχνευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιχνεία]], [[ίχνευμα]], [[ιχνεύμων]], [[ίχνευσις]], [[ιχνευτήρ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιχνεύτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανιχνεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διεξιχνεύω]], [[διϊχνεύω]], [[εξιχνεύω]], <i>περιϊχνεύω</i>, [[προϊχνεύω]], [[συνανιχνεύω]], [[συνεξιχνεύω]], [[συνιχνεύω]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰχνεύω Medium diacritics: ἰχνεύω Low diacritics: ιχνεύω Capitals: ΙΧΝΕΥΩ
Transliteration A: ichneúō Transliteration B: ichneuō Transliteration C: ichneyo Beta Code: *)ixneu/w

English (LSJ)

   A track out, hunt after, S.Aj.20, OT 221, 476 (lyr.); ἰ. θῆρας κυσίν E.Cyc.130; κύνες ἰχνεύουσαι hunting by scent, Pl.Lg.654e: metaph., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰ. seeking for a vote of condemnation, Ar.Eq.808; ἰ. τὰ λεχθέντα Pl.Prm.128c; τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν Id.R.401c; [σοφίαν] LXX Si.51.15; ἰχνεύεις . . τίς εἴμ' ἐγώ . .; Epigr.Gr.227 (Teos); follow on the track of, emulate, ματραδελφεούς Pi.P.8.35.    2 ἰ. ὄρη to hunt the mountains, X.Cyn.4.9.

German (Pape)

[Seite 1277] spüren, aufspüren, aufsuchen, erspähen; κεῖνον ἰχνεύω πάλαι Soph. Ai. 20; τὸν ἄδηλον ἄνδρα πάντ' ἰχνεύειν O. R. 475, vgl. 221; θῆρας κυσίν Eur. Cycl. 130; sp. D., πρόκας Ap. Rh. 2, 279; in Prosa, καθάπερ κυσὶν ἰχνευούσαις διερευνητέον Plat. Legg. II, 654 e, vgl. Parm. 128 c; Xen. Cyn. 4, 9 u. Sp. – Pass. bei Poll. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνεύω: (ἴχνος) ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ, Σοφ. Αἴ. 20, Ο. Τ. 221, 475· ἰχν. θῆρας κυσὶ Εὐρ. Κύκλ. 130· κύνες ἰχνεύουσαι Πλάτ. Νόμ. 654Ε· μεταφορ., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰχνεύων, ζητῶν νὰ εὕρῃ τὴν ψῆφον νὰ ψηφίσῃ κατὰ σοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 802· ἰχν. τὰ λεχθέντα Πλάτ. Παρμ. 128C· τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 401C· - ἰχνεύεις... τίς εἰμ’ ἐγώ..; Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227. 2) ἰχνεύω τὰ ὄρη, περιέρχομαι τὰ ὄρη κυνηγῶν, Ξεν. Κυν. 4. 9. - Παρὰ Πινδ. Π. 8. 48, ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἰχνέων (ἀκολουθῶν τοῖς ἴχνεσι…) χάριν τοῦ μέτρου, ἀλλὰ βελτίωνδιόρθωσις τοῦ Ἑρμάννου οἰχνέων (ἰχνεύων Christ.).

French (Bailly abrégé)

suivre à la piste.
Étymologie: ἴχνος.

English (Slater)

ἰχνεύω
   1 follow in the footsteps of c. acc., met., παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς (-εᾰων Bergk, met. gratia) (P. 8.35)

Greek Monolingual

ἰχνεύω)
αναζητώ τα ίχνη, ψάχνω για τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω, ιχνηλατώ
αρχ.
1. (γενικά) ζητώ να βρω κάτι, αναζητώ
2. βαδίζω στα ίχνη κάποιου, μιμούμαι, αναπτύσσω άμιλλα προς κάποιον («ἰχνεύων ματραδελφεούς», Πίνδ.)
3. φρ. «ἰχνεύω τὰ ὄρη» — τριγυρίζω τα βουνά κυνηγώντας (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος.
ΠΑΡ. ιχνευτής
αρχ.
ιχνεία, ίχνευμα, ιχνεύμων, ίχνευσις, ιχνευτήρ
μσν.
ιχνεύτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανιχνεύω
αρχ.
διεξιχνεύω, διϊχνεύω, εξιχνεύω, περιϊχνεύω, προϊχνεύω, συνανιχνεύω, συνεξιχνεύω, συνιχνεύω.