κιρρός: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(eksahir) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[anaranjado]] | |esgtx=[[anaranjado]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κιρρός]], -ά, -όν, θηλ. ποιητ. τ. [[κιρράς]], -[[άδος]]) (Α) [[κιτρινωπός]], [[υπόξανθος]] («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς [[οἶνος]] καὶ [[γλυκύς]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό <i>ρ</i> ερμηνεύεται [[είτε]] ως [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] [[είτε]] ως [[προϊόν]] αναλογίας [[κατά]] το [[πυρρός]]. Η [[σύνδεση]] με λιθουαν. <i>šiřmas</i>, <i>šiřvas</i> «[[γκρι]], [[γκρι]]-[[μπλε]]» προσκρούει σε σημασιολογικές και μορφολογικές διαφορές. Εξίσου αμφίβολη [[είναι]] και η [[σύνδεση]] με μέσ. ιρλδ. <i>ciar</i> «[[φαιός]]» και ρωσ. <i>s</i><i>ě</i><i>ryj</i> «[[γκρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κιρρίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κιρράζω]], [[κιρρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κιρροειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρροκοιλάδιον]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>έγκιρρος</i>, [[υπόκιρρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A orange-tawny, between πυρρός and ξανθός, οἶνος Hp. Acut.52, cf. Arist.Fr.307, Mnesith. ap. Ath.1.32d, Nic.Al.44; τροχίσκος ὁ κ. Antyll. ap. Orib.10.24.10.
Greek (Liddell-Scott)
κιρρός: -ά, -όν, κιτρινωπὸς μεταξὺ τοῦ πυρρὸς καὶ ξανθός, οἶνος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 32D, Νικ. Ἀλεξιφ. 44.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
orange, fauve (entre πυρρός et ξανθός).
Étymologie: DELG pas d’étym. sûre.
Spanish
Greek Monolingual
κιρρός, -ά, -όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, -άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η σύνδεση με λιθουαν. šiřmas, šiřvas «γκρι, γκρι-μπλε» προσκρούει σε σημασιολογικές και μορφολογικές διαφορές. Εξίσου αμφίβολη είναι και η σύνδεση με μέσ. ιρλδ. ciar «φαιός» και ρωσ. sěryj «γκρι».
ΠΑΡ. αρχ. κιρρίς
μσν.
κιρράζω, κιρρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κιρροειδής
αρχ.
κιρροκοιλάδιον. (Β' συνθετικό) αρχ. έγκιρρος, υπόκιρρος].