νεβρός: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(Autenrieth) |
(26) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[fawn]]; as [[symbol]] of [[timorousness]], Il. 4.243. | |auten=[[fawn]]; as [[symbol]] of [[timorousness]], Il. 4.243. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[νεβρός]], ὁ και σπαν. ἡ)<br />το [[νεογνό]] του ελαφιού, το [[ελαφάκι]] («νεβρὸν ἔχοντ' ὀνύχεσσι, [[τέκος]] ἐλάφοιο ταχείης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς [[πόδας]] τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[σύμβολο]] φόβου και δειλίας («[[τίφθ']] [[οὕτως]] ἔστητε τεθηπότες [[ἠύτε]] νεβροί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ [[νεβρός]] τὸν λέοντα (ενν. <i>αἱρεῑ</i>, δηλ. συλλαμβάνει)» — λεγόταν για [[παράδοξο]] [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>neg</i><sup>w</sup>-<i>ro</i>-, που συνδέεται με αρμ. <i>nerk</i> «[[χρώμα]]», ίσως και λατ. <i>niger</i> «[[σκοτεινός]]». Η ονομ. του ζαρκαδιού προέρχεται [[επομένως]] από το [[χρώμα]] του. Ανάλογη [[περίπτωση]] το [[προκάς]] «[[ελάφι]]», συγγενές με το <i>πρεκνός</i> / [[περκνός]] «[[στικτός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νεβρίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νέβραξ]], [[νέβρειος]], [[νεβρή]], [[νεβρίας]], [[νέβρινος]], [[νέβριον]], [[νεβρίτης]], [[νεβρίτις]], [[νεβρούμαι]], [[νεβρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[νεβρόγονος]], [[νεβροκτόνος]], [[νεβροστολίζω]], [[νεβροτόκος]], [[νεβροφανής]], [[νεβροφόνος]], [[νεβροχίτων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A young of the deer, fawn, Il.8.248, Od.4.336, etc.; πέδιλα νεβρῶν fawnskin brogues, Hdt.7.75; a type of cowardice, Il.4.243, 21.29; prov., ὁ ν. τὸν λέοντα (sc. αἱρεῖ), of anything strange, Luc. DMort.8.1:—also fem., Il.4.243, E.Ba.866 (lyr.), Trag.Adesp.419.
German (Pape)
[Seite 235] ὁ, das Junge des Hirsches, das Hirschkalb; Il. 8, 248 u. öfter; ἔλαφος ἐν ξυλόχῳ κρατεροῖο λέοντος νεβροὺς κοιμήσασα, Od. 4, 336. 17, 127; als Sinnbild der Furcht u. Verzagtheit, πεφυζότες ἠΰτε νεβροί, Il. 22, 1, τεθηπότες ἠΰτε νεβροί, 4, 243. 21, 29; ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 237; ποικιλόθριξ, Eur. Alc. 888; öfter; auch in Prosa, Plat. Charm. 155 d; τοὺς νεογνοὺς τῶν νεβρῶν, Xen. Cyn. 9, 3, öfter; Folgde. Sprichwörtlich ὁ νεβρὸς τὸν λέοντα, Luc. D. Mort. 8, 1. – Ἡ νεβρός, Eur. Pol. 6, Theocr. 12, 6, Plut. Sert. 11.
Greek (Liddell-Scott)
νεβρός: ὁ, τὸ νεογνὸν τῆς ἐλάφου, «ἐλαφάκι», Ἰλ. Θ. 248. Ὀδ. Δ. 336, κτλ.· πέδιλα νεβρῶν, ἐκ δερμάτων νεβροῦ, Ἡρόδ. 7. 75: - ὡς ἔμβλημα δειλίας, Ἰλ. Δ. 243, Φ. 29· παροιμ., ὁ ν. τὸν λέοντα (ἐξυπακ. αἱρεῖ), ἐπὶ πράγματος παραδόξου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 8. 1. - Ὡσαύτως θηλ., Ἰλ. Δ. 243, Εὐρ. Βάκχ. 867, Πολύϊδ. 6. (Ἐκ τῆς √ΝΕϜ, νέϝ-ος, ἴδε νέος).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
au masc. faon, jeune cerf;
au fém. jeune biche, animal.
Étymologie: R. ΝεϜ, être nouveau ; cf. νέος.
English (Autenrieth)
fawn; as symbol of timorousness, Il. 4.243.
Greek Monolingual
ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ)
το νεογνό του ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ' ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.)
2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και δειλίας («τίφθ' οὕτως ἔστητε τεθηπότες ἠύτε νεβροί», Ομ. Ιλ.)
3. παροιμ. «ὁ νεβρός τὸν λέοντα (ενν. αἱρεῑ, δηλ. συλλαμβάνει)» — λεγόταν για παράδοξο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. negw-ro-, που συνδέεται με αρμ. nerk «χρώμα», ίσως και λατ. niger «σκοτεινός». Η ονομ. του ζαρκαδιού προέρχεται επομένως από το χρώμα του. Ανάλογη περίπτωση το προκάς «ελάφι», συγγενές με το πρεκνός / περκνός «στικτός».
ΠΑΡ. νεβρίδα
αρχ.
νέβραξ, νέβρειος, νεβρή, νεβρίας, νέβρινος, νέβριον, νεβρίτης, νεβρίτις, νεβρούμαι, νεβρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. νεβρόγονος, νεβροκτόνος, νεβροστολίζω, νεβροτόκος, νεβροφανής, νεβροφόνος, νεβροχίτων.