περιαγής: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> arrondi;<br /><b>2</b> recourbé, convexe.<br />'''Étymologie:''' [[περιάγνυμι]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> arrondi;<br /><b>2</b> recourbé, convexe.<br />'''Étymologie:''' [[περιάγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α [[περιάγνυμι]]<br /><b>1.</b> ο [[σπασμένος]] σε κομμάτια<br /><b>2.</b> [[στρογγυλός]] («τὸ μὲν [[σχῆμα]] περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κυρτός]] («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο κεκαμμένος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[ευθύ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A broken in pieces, αἰγανέαι AP6.163 (Mel.). II = περιηγής (q. v.), round, τρύπανον ib.204 (Leon.); σχῆμα π. ὡς κύρτου Plu.2.494b ; ὅλμος Androm. ap. Gal.14.38 ; of the rounded front of the vertebrae, Ruf. Oss.24. 2 bent, opp. εὐθύς, Ph.Bel.52.32, 62.8; π. ἠρέμα χωρίον gently curving, Dion.Byz.28, cf. Porph.in Harm.p.21 D.
German (Pape)
[Seite 567] ές, umgebogen oder zerbrochen; αἰγανέαι, Mel. 115 (VI, 163); τρύπανον περιαγές, bei Leon. Tar. 28 (VI, 204), dor. für περιηγές, der herumgedreht wird, d. h. rund; Conj. Reiske's bei Plut. de Pyth. or. 21: ἐν κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι, vgl. de amor. prol. 2, τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικοῦ κύρτου.
Greek (Liddell-Scott)
περιᾱγής: -ές, (περιάγνυμι) ὁ εἰς τεμάχια τεθραυσμένος, αἱγανέαι περιαγέες, ἀκόντια συντετριμμένα, Ἀνθ. Π. 6. 163. ΙΙ. = περιηγής (ὃ ἴδε), περιφερής, στρογγύλος, τρύπανον περιαγὲς αὐτόθι 204· ἐπὶ δικτύου, Πλούτ. 2. 494Β· κυρτός, ἐπὶ κατόπτρου, κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι αὐτόθι 404C (οὕτως ὁ Reisk ἀντὶ περιαυγέσι). - Ἴδε Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 539, 596-7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 arrondi;
2 recourbé, convexe.
Étymologie: περιάγνυμι.
Greek Monolingual
-ές, Α περιάγνυμι
1. ο σπασμένος σε κομμάτια
2. στρογγυλός («τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», Πλούτ.)
3. κυρτός («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», Πλούτ.)
4. ο κεκαμμένος, σε αντιδιαστολή προς τον ευθύ.