ὁμός: Difference between revisions
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(Autenrieth) |
(28) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(cf. [[ἅμα]]): [[like]], [[common]]. | |auten=(cf. [[ἅμα]]): [[like]], [[common]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος, ενωμένος, [[κοινός]] («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ' ὀιζύν» — περάσαμε [[κοινή]] [[δυστυχία]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» — [[γίνομαι]] [[κοινός]], ενώνομαι<br />β) «καθ' ὁμά» — ομοίως. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὁμῶς]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] τον ίδιο τρόπο, ομοίως<br /><b>2.</b> σε ίσα μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επιθ. [[ὁμός]] (<span style="color: red;"><</span> IE <i>somo</i>-) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>sem</i>- «ένα, σ' ένα [[μαζί]], [[μαζί]] με» (<b>βλ.</b> και ετυμολ. στη λ. <i>εἷς</i> / [[ένας]]) και συνδέεται με αρχ.ινδ. <i>sama</i>- «[[ένας]], ο [[ίδιος]]», γοτθ. <i>sa</i>, <i>sama</i>, αρχ. σλαβ. <i>samŭ</i> (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>same</i>, <i>simple</i>, <i>similar</i>, <i>some</i>, γερμ. <i>samt</i>, <i>sammeln</i>). Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας ανάγεται το αριθμητικό <i>εἷς</i>, ενώ στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] τα <i>ἅμα</i>, [[ἕτερος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἅτερος]]) και το <i>ἁ</i>- το αθροιστικό. Επίσης το επίθ. [[ὁμαλός]], που έλαβε την ειδική σημ. «[[λείος]], [[επίπεδος]], [[ίσος]]» με [[επίθημα]] σε -<i>αλος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ομφαλός]]) αντιστοιχεί με λατ. <i>semel</i>, <i>similis</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>simble</i>, [[αλλά]] εμφανίζει <i>ὁ</i>-, δηλ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[ὁμός]], [[αντί]] της απαθούς βαθμίδας ή της συνεσταλμένης, την οποία εμφανίζουν οι αντίστοιχοι τ. στις άλλες γλώσσες. Το επιθ. [[ὁμός]] εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε έναν [[πάρα]] πολύ μεγάλο αριθμό σύνθ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής (<b>βλ. λ.</b> <i>ομ</i>[[ο]]-) και συνδέεται με τα [[ὅμιλος]], <i>ὁμαρτῶ</i>, [[ὅμαδος]] και [[ὅμηρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>όμοιος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ομή</i>, [[ομόθεν]], [[ομόσε]], <i>ομώ</i>, [[ομώς]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ομαδόν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για σύνθ. με α' συνθετικό [[ομός]] <b>βλ.</b> <i>ομ</i>[[ο]]-). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A one and the same, common, joint, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁ. θρόος Il.4.437 ; ὁ. γένος 13.354 ; ὁμὴ σορός 23.91, IG14.2469.10 ; ὁ. τιμή Il.24.57 ; ὁ. αἶσα 15.209 ; ὁ. νεῖκος 13.333 ; ὁ. ὀϊζύς Od.17.563 ; ὁ. λέχος Il.8.291, Hes. Th.508 ; ὁμὰ χθών IG14.1721 ; οὐ καθ' ὁμὰ φρονέοντε not of one mind, Hes.Sc.50 ; ἱκνεῖσθαι εἰς ὁμόν unite, Parm.8.47 : c. gen., ἑτέρων ἴχνια μὴ καθ' ὁμὰ δίφρον ἐλᾶν Call.Aet.Oxy.2079.26. (Cf. Skt. samá-, Goth. sama 'the same', cogn. with εἷς.)
German (Pape)
[Seite 339] ähnlich, gleich; ὁμὸν γένος, einerlei Herkunft, Il. 13, 354; ὁμῇ πεπρωμένον αἴσῃ, 15, 209; gemeinsam, gemeinschaftlich, ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι, Il. 23, 91, eine gemeinsame Urne; vgl. Ep. ad. 708 ( App. 147), δοιοὺς ὁμὰ χθὼν ἅδε καλύπτει; – ὁμὸν νεῖκος, Il. 13, 333; ὁμὴ ὀϊζύς, Od. 17, 563; ὁμὸν λέχος, Il. 8, 291; Hes. Th. 503; εἰς ὁμὸν ἱκέσθαι, Parmends. 108; πάντες ὁμὴν Ἀΐδαο κέλευθον νισσόμεθα, Qu. Sm. 7, 52; übereinstimmend, ὁμὰ φρονεῖν, Hes. Sc. 50. – Es ist verwandt mit ἅμα. Gebräuchlicher sind ὁμοῦ, ὁμῶς, ὁμόσε, ὁμόθεν, und davon abgeleitet ὁμοῖος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμός: -ή, -όν, (ἴδε ἅμα), ὁ αὐτός, ὅμοιος, κοινός, ἡνωμένος, Λατ. communis, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος Ἰλ. Δ. 437· ὁμὸν γένος Ν. 354· ὁμὴ σορὸς Ψ. 91, αὐτόθι 57· ὁμὴ αἶσα Ο. 209· ὁμὸν νεῖκος Ν. 333· ὁμὴ ὀϊζὺς Ὀδ. Ρ. 563· ὁμὸν λέχος Ἰλ. Θ. 291, Ἡσ. Θ. 508· ὁμὴ σορὸς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 590. 10· ὁμὰ χθὼν αὐτόθι 573· - ὁμὰ φρονεῖν, φρονεῖν τὰ αὐτά, ἔχειν τὸ αὐτὸ φρόνημα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 50. Ὡς Ἐπίρρ., μόνον παρ’ Ἐπικ., ἀλλ’ ἴδε ὁμόσε, ὁμοῦ. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 151 κἑξ., 170.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 semblable, pareil à, τινι;
2 le même pour tous, commun.
Étymologie: *σομός, ; cf. lat. similis, simul, etc. ; cf. ἅμα.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὁμός, -ή, -όν (Α)
1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ' ὀιζύν» — περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.)
2. φρ. «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» — γίνομαι κοινός, ενώνομαι
β) «καθ' ὁμά» — ομοίως.
επίρρ...
ὁμῶς (Α)
1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως
2. σε ίσα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επιθ. ὁμός (< IE somo-) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας sem- «ένα, σ' ένα μαζί, μαζί με» (βλ. και ετυμολ. στη λ. εἷς / ένας) και συνδέεται με αρχ.ινδ. sama- «ένας, ο ίδιος», γοτθ. sa, sama, αρχ. σλαβ. samŭ (πρβλ. αγγλ. same, simple, similar, some, γερμ. samt, sammeln). Στην απαθή βαθμίδα της ίδιας ρίζας ανάγεται το αριθμητικό εἷς, ενώ στη συνεσταλμένη βαθμίδα τα ἅμα, ἕτερος (< ἅτερος) και το ἁ- το αθροιστικό. Επίσης το επίθ. ὁμαλός, που έλαβε την ειδική σημ. «λείος, επίπεδος, ίσος» με επίθημα σε -αλος (πρβλ. ομφαλός) αντιστοιχεί με λατ. semel, similis, αρχ. άνω γερμ. simble, αλλά εμφανίζει ὁ-, δηλ. την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας, πιθ. αναλογικά προς το ὁμός, αντί της απαθούς βαθμίδας ή της συνεσταλμένης, την οποία εμφανίζουν οι αντίστοιχοι τ. στις άλλες γλώσσες. Το επιθ. ὁμός εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε έναν πάρα πολύ μεγάλο αριθμό σύνθ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής (βλ. λ. ομο-) και συνδέεται με τα ὅμιλος, ὁμαρτῶ, ὅμαδος και ὅμηρος.
ΠΑΡ. όμοιος
αρχ.
ομή, ομόθεν, ομόσε, ομώ, ομώς
μσν.- νεοελλ.
ομαδόν.
ΣΥΝΘ. (Για σύνθ. με α' συνθετικό ομός βλ. ομο-).