ὀχυρός: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />fort, ferme ; <i>particul.</i> fort par la position naturelle <i>ou</i> fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | |btext=ά, όν :<br />fort, ferme ; <i>particul.</i> fort par la position naturelle <i>ou</i> fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό<br />(Α [[ὀχυρός]], -ά, -ό)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[ασφαλής]], [[ισχυρός]] («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῡνται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική [[θέση]], που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, [[δυσπροσπέλαστος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οχυρό</i><br />[[θέση]] εδάφους [[συνήθως]] ύψωμα, η οποία, με έργα εκσκαφής και οικοδομικής, οργανώνεται και ενισχύεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό αμυντικό [[σημείο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οχυρώς</i> (Α ὀχυρῶς)<br />με οχυρό τρόπο, ασφαλώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[ἐχυρός]], με [[φωνήεν]] <i>ο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[εχυρός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν, (ἔχω) ἐχυρός,
A firm, lasting, stout, of wood, Hes.Op. 429 (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν A.Ag.44 (anap.): but elsewh. A. uses ἐχυρός (q. v.). 2 of places, strong, secure, παρθενῶνες E.IA738; esp. as military term, of a stronghold or position, strong, ὄρος X.An.1.2.22; χωρίον ib.1.2.24, Isoc.9.30 (v.l. ἐχ-) ; πόλεις Plb.7.15.2; τὰ ὀ. X.Cyr.6.1.15, etc. Adv. -ρῶς E.Med.124 (anap.), Charito 7.2.
German (Pape)
[Seite 431] = ἐχυρός, fest, haltbar; ξύλον ὀχυρώτατον, Hes. O. 431; ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρειδῶν, Aesch. Ag. 44, vgl. Pers. 78; ὀχυροῖσι παρθενῶσι, Eur. I. A. 738; bes. von festen Plätzen, Festungen, die sich gegen den Feind halten können, Xen. Cyr. 6, 3, 25; ὀχυρώτατος τόπος, Pol. 7, 15, 3, öfter; auch πρόνοιαν ποιεῖσθαι τὴν ὀχυρωτάτην, 2, 6, 5; Folgde, wie Plut. Demetr. 47 Luc. Dem. enc. 48.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχῠρός: -ά, -όν, (ἔχω) ὡς τὸ ἐχυρός, στερεός, διαρκής, δυνατός, ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, αὐτόθι 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, ἰσχυρός, ἀσφαλής, παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ κυρίως ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, ἀσφαλής, ἐχυρός, ὄρος Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ χωρίον αὐτόθι 24, Ἰσοκρ. 194D πόλις Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
fort, ferme ; particul. fort par la position naturelle ou fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.
Étymologie: ἔχω.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(Α ὀχυρός, -ά, -ό)
1. (για τόπο) ασφαλής, ισχυρός («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῡνται», Ευρ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική θέση, που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, δυσπροσπέλαστος
3. το ουδ. ως ουσ. το οχυρό
θέση εδάφους συνήθως ύψωμα, η οποία, με έργα εκσκαφής και οικοδομικής, οργανώνεται και ενισχύεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό αμυντικό σημείο.
επίρρ...
οχυρώς (Α ὀχυρῶς)
με οχυρό τρόπο, ασφαλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ἐχυρός, με φωνήεν ο- (βλ. λ. εχυρός)].