παννυχίζω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(SL_2) |
(30) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[παννυχίζω]] <br /> <b>1</b> [[play]] [[all]] [[night]] [[long]] τοῖσιν δὲ δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει (I. 4.65) | |sltr=[[παννυχίζω]] <br /> <b>1</b> [[play]] [[all]] [[night]] [[long]] τοῖσιν δὲ δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει (I. 4.65) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[παννυχίς]]<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αγρυπνώ]] σε [[εορτή]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[τελώ]] [[αγρυπνία]] από την [[εσπέρα]] της προηγούμενης ημέρας<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[αγρυπνώ]], [[ξενυχτώ]], [[κρατώ]] όλη τη [[νύχτα]] («φλὸξ συνεχὲς παννυχίζουσα», <b>Πίνδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
(παννυχίς)
A celebrate a night-festival, keep vigil, Sapph.Supp.17.3, etc.; τῇ θεᾷ Ar.Ra.448; π. περὶ τὰ ἀγάλματα Timae.127; π. ἑορτήν Hdn.1.17.6, etc.:—Med., Luc.DMeretr.14.1. II generally, do anything the livelong night, φλὸξ συνεχὲς π. it lasts all night long, Pi.I.4(3).65; παννυχίζων all night long, Ar.Fr.695 (lyr.): c. acc., π. τὴν νύκτα spend the livelong night, Id.Nu.1069.
German (Pape)
[Seite 460] die ganze Nacht durch Etwas thun; φλὸξ παννυχίζει, Pind. I. 3, 83, die Flamme brennt die ganze Nacht; Ar. οὐδ' ἡδὺς ἐν τοῖς στρώμασιν τὴν νύκτα παννυχίζειν, Nubb. 1079; bes. eine Nachtfeier halten, οὗ παννυχίζουσιν θεᾷ, Ran. 447; περὶ τὰ ἀγάλματα, Timaeus bei Ath. VI, 250 a; Sp., καὶ ἑορτάζω vrbdt Hdn. 4, 9, 1. – Med., Luc. D. Mer. 14, 1.
Greek (Liddell-Scott)
παννῠχίζω: (παννυχίς) ἑορτάζω νυκτερινὴν ἑορτήν, ἀγρυπνῶ δι’ ὅλης τῆς νυκτός, οὗ παννυχίζουσιν θεᾷ Ἀριστοφ., Βάτρ. 445, πρβλ. Τίμαι, παρ’ Ἀθην. 250Α· π. ἑορτὴν Ἡρῳδιαν. 1. 17, κλ.· - ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Λουκ. Ἐταιρ. Διάλ. 14. 1. ΙΙ. καθόλου πράττω ὁ,τιδήποτε δι’ ὅλης τῆς νυκτός, φλὸξ συνεχὲς π., διατηρεῖται ὅλην τὴν νύκτα, Πινδ. Ι. 4. 110 (3. 83)· παννυχίζων, δι’ ὅλης τῆς νυκτός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 116· μετ’ αἰτιατ., π. τὴν νύκτα, δαπανῶ ὅλην τὴν μακρὰν νύκτα, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1069.
French (Bailly abrégé)
célébrer une fête de nuit ; veiller toute la nuit.
Étymologie: παννυχίς.
English (Slater)
παννυχίζω
1 play all night long τοῖσιν δὲ δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει (I. 4.65)
Greek Monolingual
Α παννυχίς
1. (ενεργ. και μέσ.) αγρυπνώ σε εορτή καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, τελώ αγρυπνία από την εσπέρα της προηγούμενης ημέρας
2. κάνω κάτι καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, αγρυπνώ, ξενυχτώ, κρατώ όλη τη νύχτα («φλὸξ συνεχὲς παννυχίζουσα», Πίνδ.).