παρέρπω: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> se glisser furtivement;<br /><b>2</b> passer le long de <i>ou</i> au delà de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἕρπω]]. | |btext=<b>1</b> se glisser furtivement;<br /><b>2</b> passer le long de <i>ou</i> au delà de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἕρπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[παρερπύζω]] Α<br /><b>1.</b> [[έρπω]] [[κρυφά]], [[γλιστρώ]]<br /><b>2.</b> (για ρήτορα) (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] προκειμένου να μιλήσω<br /><b>3.</b> (στους Δωριείς) [[πλησιάζω]] [[κάπου]] («παρέρπειν ἐν τὸ [[ἱερόν]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> εμφανίζομαι δημοσίως. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A creep secretly up to, Theoc.15.48 : aor. 1 παρείρπῠσα creep in, Ar.Ec. 511 ; of an orator, creep forward (to speak), ib.398. II Dor. = παριέναι, ἐς τῶ Ῥιττηνίω Schwyzer177.8(Crete, V B.C.); ἐν τὸ ἱερόν IG 5(2).514.3(Lycosura, ii B. C.) : aor. subj. παρένθῃ, inf.παρενθεῖν, ib.8, Theoc.15.60 ; μηδὲ παρερπέτω μηθεὶς ἀμύητος εἰς τὸν τόπον IG5(1).1390.36 (Andania, i B. C.); appear in public, Dialex.2.9. 2pass by, APl.1.11 (Hermocr.), Epigr.Gr.195 (Crete).
German (Pape)
[Seite 518] (ἕρπω), = παρερπύζω, Theocr. 15, 47 u. Sp, nur praes. u. imperf.
Greek (Liddell-Scott)
παρέρπω: καὶ παρερπύζω, ἕρπω κρυφίως, Θεόκρ. 15.48· οὕτως ἐν τῷ ἀορ. α΄ παρείρπῠσα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 511. 2) κωμικ. ἀντὶ παριέναι (ἴδε πάρειμι IV. 2), ἐπὶ ῥήτορος, προβαίνω (ὅπως ὁμιλήσω), αὐτόθ. 398. ΙΙ. παρέρχομαι, Ἀνθολ. Πλαν. 4. 11, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 195.
French (Bailly abrégé)
1 se glisser furtivement;
2 passer le long de ou au delà de, acc..
Étymologie: παρά, ἕρπω.
Greek Monolingual
και παρερπύζω Α
1. έρπω κρυφά, γλιστρώ
2. (για ρήτορα) (στον Αριστοφ.) παρουσιάζομαι μπροστά προκειμένου να μιλήσω
3. (στους Δωριείς) πλησιάζω κάπου («παρέρπειν ἐν τὸ ἱερόν», επιγρ.)
4. εμφανίζομαι δημοσίως.