προσβιβάζω: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> προσβιβάσω, <i>att.</i> προσβιβῶ;<br /><b>1</b> faire approcher, faire avancer, acc. ; <i>Pass.</i> s’approcher de;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> amener à : τινά τινι amener qqn à qch au moyen de qch ; τινά, persuader qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[βιβάζω]]. | |btext=<i>f.</i> προσβιβάσω, <i>att.</i> προσβιβῶ;<br /><b>1</b> faire approcher, faire avancer, acc. ; <i>Pass.</i> s’approcher de;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> amener à : τινά τινι amener qqn à qch au moyen de qch ; τινά, persuader qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[βιβάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να πλησιάσει, [[φέρνω]] πλησιέστερα<br /><b>2.</b> [[παρομοιάζω]] κάποιον με κάποιον [[άλλο]] («ὡς μὲν οἱ κατὰ [[πάντα]] τῷ Ἀλεξάνδρῳ παραβάλλοντες αὐτὸν καὶ προσβιβάζοντες ἀξιοῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πείθω]] («τῷ λόγω προσβιβάζων ὑμᾱς», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> (σχετικά με πράγματα) [[προσθέτω]]<br /><b>5.</b> [[αποδεικνύω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσβιβάζω]] κατὰ τὸ [[εἰκός]]» — [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[σύμφωνο]] [[προς]] το πιθανό<br />β) «[[προσβιβάζω]] κατὰ συλλαβάς» — [[αναλύω]] σε συλλαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βιβάζω]] «[[κάνω]] κάποιον να βαδίσει»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
Att.fut.
A -βιβῶ Ar.Av.426 (lyr.), S.Ichn.166, Pl.Phdr. 229e:—causal of προσβαίνω, cause to approach, bring near, π. ἑαυτὸν κινδύνοις expose . ., Longin.15.5. b liken, make to resemble, τινά τινι Plu.Pomp.46. 2 metaph., bring over, persuade, εὖ προσβιβάζεις με Ar.Eq.35; τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δεῦρο προσβιβᾷ λέγων Id.Av.426; τῷ λόγῳ προσβιβάζειν [τινάς] X.Mem.1.2.17, cf. Aeschin. 3.93, Plu.Cat.Mi.36:—Pass., προσβιβασθῆναι πρὸς τὴν ἀλήθειαν Luc.Philops.33. II of things, add, ἐπὶ τούτοις τὸν κολοφῶνα Pl.Tht.153c, cf. Phld.Mus.p.73K. 2 π. κατὰ τὸ εἰκὸς ἕκαστον reduce it into accordance with probability, Pl.Phdr.229e; τἄλλα π. κατὰ γράμματα καὶ κατὰ συλλαβάς reduce to letters and syllables, Id.Cra.427c. 3 prove, Alex.Aphr.in Sens.49.9.
German (Pape)
[Seite 753] hinzu-, hinausgehen lassen, hinzuführen, hinausbringen; Ar. Av. 425, im fut. προσβιβᾷ; übertr., τῷ λόγῳ προσβιβάζειν τινά, Einen durch die Rede zu einem Gedanken od. zu einem Entschluß bringen, übh. anleiten, veranlassen, Equ. 35; προθυμήσομαι ἡμᾶς προσβιβάσαι, Plat. Men. 74 b; Phaedr. 229 e u. oft bei Sp., wie Plut. u. Luc., auch pass., Philops. 33.
Greek (Liddell-Scott)
προσβῐβάζω: μέλλ. Ἀττ. -βιβῶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 425, Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε. Μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ προσβαίνω, κάμνω τινὰ νὰ πλησιάσῃ, φέρω πλησιέστερον, τινὰ Πλάτ. Μένων 74Β, Πλουτ. Πομπ. 46· πρ. ἑαυτὸν κινδύνοις, ἐκθέτω εἰς..., Λογγῖν. 15. ― Παθ., προσβιβασθῆναι πρὸς τὴν ἀλήθειαν Λουκ. Φιλοψ. 33. 2) μεταφορ., πείθω, καταπείθω, εὖ προσβιβάζεις με Ἀριστοφ. Ἱππ. 35· τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δεῦρο προσβιβᾷ λέγων ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 425· οὕτω, τῷ λόγῳ προσβιβάζειν τινὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17, πρβλ. 1. 5, 1, Αἰσχίν. 67. 2. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, προσθέτω, ἐπὶ τούτοις τὸν κολοφῶνα Πλάτ. Θεαίτ. 153C. 2) πρ. τι κατὰ τὸ εἰκός, καθιστῶ τι σύμφωνον πρὸς τὸ πιθανόν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 229Ε· τἆλλα πρ. κατὰ συλλαβάς, ἀναλύω εἰς συλλαβάς, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 427C.
French (Bailly abrégé)
f. προσβιβάσω, att. προσβιβῶ;
1 faire approcher, faire avancer, acc. ; Pass. s’approcher de;
2 fig. amener à : τινά τινι amener qqn à qch au moyen de qch ; τινά, persuader qqn.
Étymologie: πρός, βιβάζω.
Greek Monolingual
Α
1. κάνω κάποιον να πλησιάσει, φέρνω πλησιέστερα
2. παρομοιάζω κάποιον με κάποιον άλλο («ὡς μὲν οἱ κατὰ πάντα τῷ Ἀλεξάνδρῳ παραβάλλοντες αὐτὸν καὶ προσβιβάζοντες ἀξιοῡσι», Πλούτ.)
3. μτφ. πείθω («τῷ λόγω προσβιβάζων ὑμᾱς», Αισχίν.)
4. (σχετικά με πράγματα) προσθέτω
5. αποδεικνύω
6. φρ. α) «προσβιβάζω κατὰ τὸ εἰκός» — καθιστώ κάτι σύμφωνο προς το πιθανό
β) «προσβιβάζω κατὰ συλλαβάς» — αναλύω σε συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + βιβάζω «κάνω κάποιον να βαδίσει»].