προστρέχω: Difference between revisions
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(strοng) |
(35) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[πρός]] and [[τρέχω]] (including its alternate); to [[run]] [[towards]], i.e. [[hasten]] to [[meet]] or [[join]]: [[run]] ([[thither]] to, to). | |strgr=from [[πρός]] and [[τρέχω]] (including its alternate); to [[run]] [[towards]], i.e. [[hasten]] to [[meet]] or [[join]]: [[run]] ([[thither]] to, to). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[τρέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σπεύδω]] για να ζητήσω ή να [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί»)<br /><b>2.</b> [[καταφεύγω]], [[προσφεύγω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («[[προστρέχω]] και [[πάλι]] στα ευγενικά σας αισθήματα με την [[ελπίδα]] ότι θα μέ συνδράμετε»)<br /><b>3.</b> [[συρρέω]] («όλοι προσέτρεξαν στη [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[προστρέχω]] σε [[κάθε]] [[μέσο]]» — [[καταφεύγω]] σε [[κάθε]] [[μέσο]], [[κάνω]] ό,τι [[είναι]] δυνατόν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) [[συμβαίνω]] σε κάποιον («προστρέχει πολλαχοῡ τὸ "γίγνεται"» — συμβαίνει [[συχνά]], πολλές φορές, Δαμάσκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ.) α) [[τρέχω]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου («καὶ ἀριστῶντι τῷ Ξενοφῶντι προσέτρεχον δύο νεανίσκοι», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[μοιάζω]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[ανατρέχω]]<br /><b>3.</b> [[εφορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου («τοῑς δ' ἐκ τοῡ τείχους βραχὺ πρὸς τὸ [[ἐγγὺς]] και προσδραμεῑν καὶ [[πάλιν]] ἀπελθεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πηγαίνω]] με το [[μέρος]] κάποιου («πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην προστρέχειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πλησιάζω]] («προστρέχων τῇ εὐνόμῳ ἡλικίᾳ», πάπ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
fut.
A -δρᾰμοῦμαι D.21.224:—run to or towards, come to one, πρὸς τοὺς νεκρούς Pl.R.440a; τινι Ar.Ach.1084, Av.759, X.An. 4.3.10, etc.: abs., run up, Id.HG3.1.18, Cyr.7.1.15, D.l.c., etc. 2 in hostile sense, make a sally, πρός τι X.Cyr.5.4.47. 3 of things, happen to one, τινι D.S.13.37 codd.; προστρέχει πολλαχοῦ τὸ γίγνεται" occurs frequently, Dam.Pr.401. II metaph., join or side with, [τῇ συγκλήτῳ] Plb.24.10.4, etc.; πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην Id.28.7.8; πρὸς τὴν ἀλήθειαν Id.18.15.2. 2 approach, -τρέχων τῇ ἐννόμῳ ἡλικίᾳ, i.e. not quite of age, POxy.247.12 (i A.D.). 3 resemble, c. dat., Corn.ND32.
German (Pape)
[Seite 783] (s. τρέχω), hinzu- od. hinanlaufen, προσδραμὼν πρὸς τοὺς νεκρούς, Plat. Rep. IV, 440 a; Xen. oft, auch feindlich anstürmen, Cyr. 5, 4, 47; προσδραμοῦνται καὶ παρέσονται βοηθοῦντες, Dem. 21, 224; Folgde; auch übtr., μάλιστα προστρέχειν πρὸς τὴν ἀλήθειαν, sich der Wahrheit nähern, Pol. 17, 15, 2; vgl. μάλιστα προσέδραμε πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην, 28, 7, 8; dah. Einem beitreten, 27, 13, 12 u. öfter; προσδραμὼν ἐπὶ τὸ πορθμεῖον, Luc. Mort. D. 27, 6.
Greek (Liddell-Scott)
προστρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, τρέχω πρός τινα, ἔρχομαι, προσέρχομαι, πρός τινα Πλάτ. Πολ. 440Α· τινὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1084, Ὄρν. 759, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 10 κτλ.· καὶ ἀπολ., ἀνατρέχω, τρέχω πρὸς…, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3., 18, Κύρ. 7. 1, 15, Δημ. 586. 4, κτλ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐφορμῶ ἐναντίον τινός, πρός τινα Ξεν. Κύρ. 5. 4, 47. 3) ἐπὶ πραγμάτων, συμβαίνω εἴς τινα, τινὶ Διόδ. 13. 37. ΙΙ. μεταφ., ἔρχομαι πρὸς τὸ μέρος τινός, τινὶ Πολύβ. 26. 3, 4, κτλ.· πρὸς τὴν γνώμην τινὸς ὁ αὐτ. 28. 7, 8, πρβλ. 17. 15, 2.
French (Bailly abrégé)
f. προσδραμοῦμαι, ao.2 προσέδραμον, etc.
courir vers : τινι ou πρός τινα, vers qqn ; avec idée d’hostilité s’élancer contre, avec πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, τρέχω.
English (Strong)
from πρός and τρέχω (including its alternate); to run towards, i.e. hasten to meet or join: run (thither to, to).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
τρέχω
νεοελλ.
1. σπεύδω για να ζητήσω ή να προσφέρω βοήθεια («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί»)
2. καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον ή σε κάτι («προστρέχω και πάλι στα ευγενικά σας αισθήματα με την ελπίδα ότι θα μέ συνδράμετε»)
3. συρρέω («όλοι προσέτρεξαν στη συγκέντρωση»)
4. φρ. «προστρέχω σε κάθε μέσο» — καταφεύγω σε κάθε μέσο, κάνω ό,τι είναι δυνατόν
μσν.-αρχ.
(για πράγμ.) συμβαίνω σε κάποιον («προστρέχει πολλαχοῡ τὸ "γίγνεται"» — συμβαίνει συχνά, πολλές φορές, Δαμάσκ.)
αρχ.
1. (με δοτ.) α) τρέχω προς το μέρος κάποιου («καὶ ἀριστῶντι τῷ Ξενοφῶντι προσέτρεχον δύο νεανίσκοι», Ξεν.)
β) μοιάζω με κάποιον
2. ανατρέχω
3. εφορμώ εναντίον κάποιου («τοῑς δ' ἐκ τοῡ τείχους βραχὺ πρὸς τὸ ἐγγὺς και προσδραμεῑν καὶ πάλιν ἀπελθεῑν», Ξεν.)
4. πηγαίνω με το μέρος κάποιου («πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην προστρέχειν», Πολ.)
5. πλησιάζω («προστρέχων τῇ εὐνόμῳ ἡλικίᾳ», πάπ.).