σκάμμα: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_21) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκάμμα''': τό, ([[σκάπτω]]) τὸ ἐσκαμμένον, [[τάφρος]], [[βάραθρον]], βόρθος, Πλάτ. Νόμ. 845Ε. ΙΙ. ἐν τοῖς γυμνασίοις, [[τόπος]] ἐσκαμμένος καὶ ἐπεστρωμένος ἄμμῳ, ἐφ’ οὗ ἐγυμνάζοντο εἰς τὸ ἅλμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ, στήλ. 3D. 8, κτλ.· παροιμ., ἐπὶ σκάμματος [[εἶναι]], [[διαγωνίζομαι]], Πολύβ. 40. 5, 5· εἴσῳ τοῦ σκ. ἑστηκέναι Ἰω. Χρυσ.· ἐπὶ μείζονα σκ. καλεῖν, εἰς μείζονας κινδύνους ἢ δοκιμασίας, ὁ αὐτ. Περὶ τοῦ τὰ ἐσκαμμένα, ἴδε ἐν λέξ. [[σκάπτω]] ΙΙ. 3. | |lstext='''σκάμμα''': τό, ([[σκάπτω]]) τὸ ἐσκαμμένον, [[τάφρος]], [[βάραθρον]], βόρθος, Πλάτ. Νόμ. 845Ε. ΙΙ. ἐν τοῖς γυμνασίοις, [[τόπος]] ἐσκαμμένος καὶ ἐπεστρωμένος ἄμμῳ, ἐφ’ οὗ ἐγυμνάζοντο εἰς τὸ ἅλμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ, στήλ. 3D. 8, κτλ.· παροιμ., ἐπὶ σκάμματος [[εἶναι]], [[διαγωνίζομαι]], Πολύβ. 40. 5, 5· εἴσῳ τοῦ σκ. ἑστηκέναι Ἰω. Χρυσ.· ἐπὶ μείζονα σκ. καλεῖν, εἰς μείζονας κινδύνους ἢ δοκιμασίας, ὁ αὐτ. Περὶ τοῦ τὰ ἐσκαμμένα, ἴδε ἐν λέξ. [[σκάπτω]] ΙΙ. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ατος, το, ΝΑ<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[σκάπτω]], [[τόπος]] σκαμμένος, [[κοίλωμα]], [[λάκκος]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο [[κατάλληλος]] για την [[τέλεση]] διαφόρων αγωνισμάτων, όπως της πάλης, του άλματος κ.ά.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του γυμναστηρίου όπου τελείται το [[αγώνισμα]] της πάλης<br /><b>2.</b> αφρώδες [[νερό]] με [[σαπούνι]] που απομένει στη [[σκάφη]] [[μετά]] το [[πλύσιμο]] λεπτών [[συνήθως]] ενδυμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του ιπποδρόμου που βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[σφενδόνη]], το [[πέταλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[σκάπτω]], το [[σκάψιμο]]<br /><b>2.</b> [[αυλάκι]] με ενδείξεις, κατάλληλο για τη [[μέτρηση]] του μήκους του άλματος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τοῡ σκάμματος ὤν» — [[καθώς]] βρίσκεται σε κρίσιμη [[στιγμή]]<br />β) «ἐπὶ μείζονα σκάμματα» — σε μεγάλους κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκάπ</i>-<i>τω</i> (για το θ. <i>σκαπ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>γράμ</i>-<i>μα</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (σκάπτω)
A that which has been dug, trench, pit, Pl. Lg.845e. 2 action of digging, οὕτω τὸ σ. ποιοῦσι Apollod.Poliorc. 145.5. II place dug up and sanded, on which wrestlers practised, CIG2758 111 col.3 D (Aphrodisias), cf. IG14.1102.16 (Rome), 1107.10 (ibid.), Gal.Thras.46: prov., ἐπὶ τοῦ σ. ὤν at a crisis, time of trial, Plb.38.18.5; εἰς τοσοῦτο σ. προεκαλεῖτο πάντα ὁντιναοῦν to such trials, Arr.Epict.4.8.26. 2 place dug up, on which athletes landed in the long jump, AB 224. 3 furrow marking the length of a jump, Sch.Pi.N.5.34a; cf. σκάπτω 11.3.
German (Pape)
[Seite 888] τό, 1) das Gegrabene, der Graben, die Grube, Plat. Legg. VIII, 845 e. – 2) bes. in den Gymnasien u. Palästren ein tief ausgegrabener od. mit Gräben umzogener, mit Sand überfahrener Platz, auf dem die Athleten sich übten; dah. die Uebung, der Kampf selbst, die Gefahr, ἐπὶ τοῦ σκάμματος εἶναι, Pol. 40, 5, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σκάμμα: τό, (σκάπτω) τὸ ἐσκαμμένον, τάφρος, βάραθρον, βόρθος, Πλάτ. Νόμ. 845Ε. ΙΙ. ἐν τοῖς γυμνασίοις, τόπος ἐσκαμμένος καὶ ἐπεστρωμένος ἄμμῳ, ἐφ’ οὗ ἐγυμνάζοντο εἰς τὸ ἅλμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ, στήλ. 3D. 8, κτλ.· παροιμ., ἐπὶ σκάμματος εἶναι, διαγωνίζομαι, Πολύβ. 40. 5, 5· εἴσῳ τοῦ σκ. ἑστηκέναι Ἰω. Χρυσ.· ἐπὶ μείζονα σκ. καλεῖν, εἰς μείζονας κινδύνους ἢ δοκιμασίας, ὁ αὐτ. Περὶ τοῦ τὰ ἐσκαμμένα, ἴδε ἐν λέξ. σκάπτω ΙΙ. 3.
Greek Monolingual
-ατος, το, ΝΑ
1. το αποτέλεσμα του σκάπτω, τόπος σκαμμένος, κοίλωμα, λάκκος
2. χώρος σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο κατάλληλος για την τέλεση διαφόρων αγωνισμάτων, όπως της πάλης, του άλματος κ.ά.
νεοελλ.
1. το τμήμα του γυμναστηρίου όπου τελείται το αγώνισμα της πάλης
2. αφρώδες νερό με σαπούνι που απομένει στη σκάφη μετά το πλύσιμο λεπτών συνήθως ενδυμάτων
μσν.
1. το τμήμα του ιπποδρόμου που βρίσκεται απέναντι από τη σφενδόνη, το πέταλο
αρχ.
1. η ενέργεια του σκάπτω, το σκάψιμο
2. αυλάκι με ενδείξεις, κατάλληλο για τη μέτρηση του μήκους του άλματος
3. παροιμ. φρ. α) «ἐπὶ τοῡ σκάμματος ὤν» — καθώς βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή
β) «ἐπὶ μείζονα σκάμματα» — σε μεγάλους κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάπ-τω (για το θ. σκαπ- βλ. λ. σκάβω) + κατάλ. -μα, με αφομοίωση του -π- (πρβλ. γράμ-μα)].