σκηνοποιός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(T22)
(37)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=σκηνοποιου, ὁ ([[σκηνή]] and [[ποιέω]]), a [[tent]]-[[real]]'cf, equivalent to σκηνορραφος (Aelian v. h. 2,1); [[one]] [[that]] made [[small]] [[portable]] tents, of [[leather]] or [[cloth]] of goats' [[hair]] (Latin cilicium) or [[linen]], for the [[use]] of travellers: Schmidt in Herzog edition 2vol. xi., p. 359f).
|txtha=σκηνοποιου, ὁ ([[σκηνή]] and [[ποιέω]]), a [[tent]]-[[real]]'cf, equivalent to σκηνορραφος (Aelian v. h. 2,1); [[one]] [[that]] made [[small]] [[portable]] tents, of [[leather]] or [[cloth]] of goats' [[hair]] (Latin cilicium) or [[linen]], for the [[use]] of travellers: Schmidt in Herzog edition 2vol. xi., p. 359f).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br />[[κατασκευαστής]] σκηνών, [[άτομο]] που έχει ως επάγγελμά του την [[κατασκευή]] σκηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευαστής]] πραγμάτων που ανήκουν στη [[σκηνή]] θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[κατασκευαστής]] σκήνους, [[δημιουργός]] σώματος ως κατοικίας της ψυχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῆνος]] «[[σώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνοποιός Medium diacritics: σκηνοποιός Low diacritics: σκηνοποιός Capitals: ΣΚΗΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: skēnopoiós Transliteration B: skēnopoios Transliteration C: skinopoios Beta Code: skhnopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A tentmaker, Act.Ap.18.3.    II maker of stage-properties, Com.Adesp.98.    III (σκῆνος 11) making bodies, Herm. ap. Stob.1.49.69.

German (Pape)

[Seite 895] Zelte, Hütten, Lauben machend; com. bei Poll. 7, 189; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων σκηνάς, φύσις Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084· - ὡς ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὴν σκηνοποιίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 3. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων πράγματα ἀνήκοντα εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ θεάτρου, Κωμικ. Ἀνώνυμ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. adj. qui construit des tentes, des abris, des couvertures en parl. de la nature;
II. subst. 1 constructeur de tentes;
2 machiniste, mécanicien.
Étymologie: σκηνή, ποιέω.

English (Strong)

from σκηνή and ποιέω; a manufacturer of tents: tent-maker.

English (Thayer)

σκηνοποιου, ὁ (σκηνή and ποιέω), a tent-real'cf, equivalent to σκηνορραφος (Aelian v. h. 2,1); one that made small portable tents, of leather or cloth of goats' hair (Latin cilicium) or linen, for the use of travellers: Schmidt in Herzog edition 2vol. xi., p. 359f).

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
κατασκευαστής σκηνών, άτομο που έχει ως επάγγελμά του την κατασκευή σκηνών
αρχ.
1. κατασκευαστής πραγμάτων που ανήκουν στη σκηνή θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -ποιός].———————— (II)
ὁ, Α
κατασκευαστής σκήνους, δημιουργός σώματος ως κατοικίας της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆνος «σώμα» + -ποιός].